Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

«ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ» ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ Πλήρως εναρμονισμένο με τη φιλοσοφία των μνημονίων


Χτες, Σάββατο, αναμενόταν να ψηφιστεί στη Βουλή το πολυνομοσχέδιο με τίτλο «Επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου», στο οποίο συμπεριλήφθηκε το λεγόμενο «παράλληλο πρόγραμμα». Στη διάρκεια της συζήτησης, που ξεκίνησε την Παρασκευή, η κυβέρνηση προσπάθησε να εμφανίσει τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου ως μέτρα ανακούφισης του λαού, την ίδια περίοδο που εξαπολύει λυσσαλέα επίθεση στο σύνολο των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων.
Δίπλα στα μέτρα για τη διαχείριση της ακραίας φτώχειας (κι αυτή υπό όρους και προϋποθέσεις...), η κυβέρνηση συμπεριέλαβε μια σειρά διατάξεων με τις οποίες ανοίγει ο δρόμος για νέες αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις. Επαληθεύεται και μ' αυτόν τον τρόπο ότι το «παράλληλο πρόγραμμα» δεν είναι αυτό που λέει ο τίτλος του σε σχέση με τα μέτρα των μνημονίων. Αντίθετα, οι διατάξεις του είναι οργανικά ενσωματωμένες στη φιλοσοφία και τους άξονες των μνημονίων.
Παρακάτω, ξεχωρίζουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, με τα οποία γίνεται καλύτερα αντιληπτή η πραγματικότητα που επιφυλάσσει για το λαό η εφαρμογή του «προγράμματος», πίσω από την προπαγάνδα της κυβέρνησης.
Ούτε για όλους ούτε δωρεάν
Σε άρθρο του λεγόμενου «παράλληλου προγράμματος» προβλέπεται η υγειονομική κάλυψη των ανασφάλιστων. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι διευθετεί ένα σοβαρό ζήτημα, εξασφαλίζοντας την πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι αυτή.
Καταρχήν, το μέτρο δεν αφορά όλους. Για παράδειγμα, προϋπόθεση για την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης είναι η κατοχή ΑΜΚΑ, τον οποίο όμως δεν διαθέτουν πολλοί πρόσφυγες και μετανάστες που βρίσκονται στη χώρα μας. Το αναγνωρίζει η ίδια η κυβέρνηση και γι' αυτό σημειώνει στο νομοσχέδιο ότι «για τις κατηγορίες των ανθρώπων χωρίς χαρτιά, γίνεται επεξεργασία τρόπων εισαγωγής στο σύστημα μέσω ειδικών βεβαιώσεων ή προσωρινού ΑΜΚΑ». Το πώς και το πότε, παραμένει βέβαια στον αέρα.
Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι η υγειονομική κάλυψη γενικά των ανασφάλιστων δε θα είναι δωρεάν, αφού στο νομοσχέδιο αναφέρεται ρητά ότι σε μελλοντική υπουργική απόφαση «θα καθοριστούν οι όροι και οι προϋποθέσεις πρόσβασης στη νοσηλευτική και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καθώς και ενδεχόμενη οικονομική συμμετοχή στη φαρμακευτική δαπάνη στη βάση οικονομικών κριτηρίων».
Οι φτωχοί να συνδράμουν τους πάμπτωχους
Στο ίδιο άρθρο ορίζεται, επίσης, ότι οι δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική κάλυψη επιβαρύνουν τον ΕΟΠΥΥ (ασφαλιστικά ταμεία) για το μέρος των παροχών που δε θα πληρώνουν οι ανασφάλιστοι, και όχι το κράτος, όπως θα έπρεπε. Δηλαδή, το κράτος δε θα χρηματοδοτεί ούτε την υγειονομική περίθαλψη των ανασφάλιστων, αλλά αυτή θα καλύπτεται από τις εισφορές των εργαζομένων.
Μάλιστα, σε συνδυασμό με τη ραγδαία μείωση της κρατικής χρηματοδότησης του ΕΟΠΥΥ (έχει μειωθεί κατά 68% σε σχέση με το 2013!), την ανεργία κ.λπ., αυτή η ρύθμιση μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει και σε νέες περικοπές των παροχών του ΕΟΠΥΥ προς όλους ή στην επιβολή επιπλέον πληρωμών - συμμετοχών για την αγορά αυτών ή σε συνδυασμό και τα δύο. Επίσης, να αυξηθεί και η εισφορά των εργαζομένων στον κλάδο Υγείας, όπως έγινε και στους συνταξιούχους.
Για όσους υπαχθούν στο μέτρο αυτό, οι υπηρεσίες προβλέπεται να παρέχονται από τις δημόσιες δομές Υγείας. Με δεδομένα όμως την εκρηκτική κατάσταση των δημόσιων μονάδων Υγείας, τις τεράστιες ελλείψεις, τις λίστες αναμονής κ.ά., εκείνος που θα αναγκαστεί να καταφύγει στον ιδιωτικό τομέα για να μη θέσει σε κίνδυνο την υγεία του, θα πρέπει να πληρώσει ακόμα περισσότερο και από έναν ασφαλισμένο, που σε αυτή την περίπτωση θα πληρώσει από 15% έως 30%, ανάλογα με την ιατρική ή διαγνωστική πράξη.
Στην πραγματικότητα, με τις διατάξεις αυτές η κυβέρνηση επιδιώκει «με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια». Δηλαδή, και να διαχειριστεί το τεράστιο πρόβλημα των ανασφάλιστων, εφαρμόζοντας το μέτρο «παίρνω από τους φτωχούς για να συνδράμω τους πάμφτωχους», και στο κράτος να μην κοστίσει τίποτα.
Για την κάλυψη των υγειονομικών αναγκών όλου του πληθυσμού και, πολύ περισσότερο, των ανασφάλιστων, απαιτείται το κράτος να αναλάβει πλήρως και αποκλειστικά τη χρηματοδότηση και την παροχή όλων των υπηρεσιών απολύτως δωρεάν σε όλους, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, χωρίς καμία πληρωμή και συμμετοχή.
Νοσοκομείο - πιλότος στη Σαντορίνη
Σε άλλο άρθρο του λεγόμενου «παράλληλου προγράμματος» προβλέπεται η ίδρυση του Γενικού Νοσοκομείου Θήρας από την «Ανώνυμη Εταιρεία Μονάδων Υγείας» (ΑΕΜΥ ΑΕ), με συμπλήρωση του κανονισμού εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας της ΑΕΜΥ ΑΕ. Θυμίζουμε ότι το Γενικό Νοσοκομείο Θήρας ανεγέρθηκε με δαπάνες του ελληνικού κράτους σε ιδιόκτητο οικόπεδο της ΑΕΜΥ ΑΕ, που το δώρισε η Ιερά Μονή Αγ. Νικολάου και λειτουργεί υπό την ΑΕ ως παράρτημά της.
Η ΑΕΜΥ ΑΕ ιδρύθηκε με το νόμο 3293/2004 και έχει υπό την ευθύνη της την Πολυκλινική του Ολυμπιακού Χωριού και το Κέντρο Υγείας Αποκατάστασης - Αποθεραπείας Κερατέας. Με το νομοσχέδιο που αναμενόταν να ψηφιστεί χτες, η δράση της επεκτείνεται στη δευτεροβάθμια περίθαλψη, με την έναρξη λειτουργίας του ΓΝ Θήρας.
Η τέτοια λειτουργία του νοσοκομείου, ουσιαστικά ως ιδιωτική επιχείρηση - Ανώνυμη Εταιρεία, είναι απόλυτα συμβατή με τη στρατηγική της ΕΕ για βιώσιμα συστήματα Υγείας, με ενίσχυση της ανταποδοτικότητας και της επιχειρηματικής δράσης. Στρατηγική που αποδέχεται και ακολουθεί πιστά η ελληνική κυβέρνηση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το Νοσοκομείο δε θα αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, αλλά θα υπάγεται σε Ανώνυμη Εταιρεία, που τελεί μεν υπό δημόσιο έλεγχο και εποπτεία, αλλά λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικούς όρους. Δηλαδή, η οργανωτική, οικονομική, επιστημονική, λειτουργική διαχείριση ανήκει στην ΑΕΜΥ και όχι στο υπουργείο Υγείας, που θα περιοριστεί σε έναν εποπτικό ρόλο.
Μια καλοκουρδισμένη επιχείρηση
Μάλιστα, η θέσπιση προγραμματικής σύμβασης μεταξύ της 2ης ΔΥΠΕ, της ΑΕΜΥ και του υπουργείου Υγείας υπηρετεί πιλοτικά το στόχο αποκεντρωμένων, αυτοδιοικούμενων και οικονομικά αποδοτικών μονάδων Υγείας, που στόχο θα έχουν, όπως αναφέρεται και ρητά στο «παράλληλο πρόγραμμα», να εξασφαλίσουν «την ανταγωνιστική λειτουργία του Νοσοκομείου, την αύξηση των ιδίων πόρων και την ελάφρυνση της κρατικής χρηματοδότησης, αλλά και την αύξηση των κρατικών εσόδων», ώστε να υπηρετείται η μείωση του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους και να εξασφαλίζεται η περαιτέρω κρατική στήριξη προς τα μονοπώλια και τους επιχειρηματικούς ομίλους μέσω φοροαπαλλαγών, επιδοτήσεων και άλλων κινήτρων.
Οι διατάξεις για τη χρηματοδότηση της λειτουργίας του ΓΝ Θήρας από το κράτος προβλέπουν να γίνεται μέσω της εισφοράς στην ΑΕΜΥ και δεν εντάσσεται στις δαπάνες για τα νοσοκομεία του ΕΣΥ.
Πηγές εσόδων αποτελούν οι πληρωμές των ασθενών για ημερήσια νοσήλια και εξωτερικά ιατρεία (χαρακτηριστικό ότι στην Πολυκλινική δεν είναι μηδενική η συμμετοχή για ιατρικές εξετάσεις, αλλά 15%, όπως και στον ιδιωτικό τομέα), οι συμβάσεις με τον ΕΟΠΥΥ και άλλα ασφαλιστικά ταμεία εσωτερικού και εξωτερικού, αλλά και μια σειρά από επιχειρηματικές δράσεις (ιατρικός τουρισμός μέσω συμβάσεων με τουριστικά πρακτορεία και οργανισμούς, τιμολόγηση ιατρικών πράξεων μέσα από συμβάσεις με ασφαλιστικές εταιρείες).
Ολα αυτά δημιουργούν μια καλοκουρδισμένη επιχείρηση, που θα παρέχει υπηρεσίες Υγείας όχι δωρεάν στους κατοίκους, αλλά ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα των ασθενών - τουριστών - πελατών και θα βγάζει - αν μπορεί πάντα - ένα πλεόνασμα που ή θα το δίνει στο υπουργείο ή ένα μέρος του θα το κρατάει η ΑΕ για τη λειτουργία της.
Διαφοροποίηση και ανισότητα στις υπηρεσίες Υγείας
Επίσης, ανοίγει το ζήτημα της συμμετοχής της Τοπικής Διοίκησης στη χρηματοδότηση για τη λειτουργία του νοσοκομείου, με επιβολή επιπλέον φόρων και χαρατσιών στους κατοίκους και στους επισκέπτες του νησιού, όπως τέλη στη χρήση του τελεφερίκ και σε υπηρεσίες από τους φορείς της περιοχής, προκειμένου να αντισταθμιστεί η κρατική υποχρηματοδότηση, όπως ανέφερε και ο υπουργός Υγείας σε πρόσφατη συνέντευξή του.
Η αναφορά που υπάρχει για δωρεάν νοσηλεία και ιατρική φροντίδα σε άπορους και ανασφάλιστους είναι ψευδεπίγραφη. Δεν ισχύει γιατί αναφέρει ότι η παροχή αυτή θα γίνεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για τα δημόσια νοσοκομεία, στα οποία δεν ισχύει η δωρεάν παροχή σε αυτήν την κατηγορία. Ακόμα και οι τελείως εξαθλιωμένοι καλούνται να πληρώσουν, όπως πληρώνουν και οι εργαζόμενοι ασφαλισμένοι.
Αυτός ο τρόπος λειτουργίας θα αποτελέσει οδηγό και μπούσουλα για την περαιτέρω ανταποδοτική λειτουργία όλων των μονάδων Υγείας, με αποτέλεσμα τη μεγάλη διαφοροποίηση στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την ανισότητα και την ανισομετρία και την ενίσχυση της επιβάρυνσης του λαού. Δομές που δε θα μπορούν να ανταποκριθούν, θα απαξιώνονται και θα κλείνουν.
Εξάλλου, δεν είναι όλες οι περιοχές της Ελλάδας σαν τη Σαντορίνη. Αλλά ακόμα κι εκεί, αστάθμητοι πολιτικοί και γεωπολιτικοί παράγοντες μπορεί να μειώσουν την τουριστική ροή, επομένως και τα έσοδα του νοσοκομείου και έτσι δεν εξασφαλίζεται η παροχή Υγείας στον πληθυσμό όχι μόνο του συγκεκριμένου νησιού, αλλά και των γειτονικών νησιών των Κυκλάδων.
Παγιώνονται οι ελαστικές σχέσεις εργασίας
Διαφαίνεται επίσης ανισοκατανομή στις παρεχόμενες υπηρεσίες, ακόμα και στο προσωπικό του νοσοκομείου καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, με υποβάθμιση και συρρίκνωση των υπηρεσιών κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οπότε και δεν υπάρχουν οι πηγές εσόδων από τον τουρισμό.
Προβλέπεται επίσης η δυνατότητα το νοσοκομείο, παρόλο που θα είναι υπό καθεστώς «ιδιωτικής επιχείρησης» (Ανώνυμη Εταιρεία) να στελεχωθεί από υγειονομικούς που δουλεύουν σε άλλες δημόσιες μονάδες Υγείας και πληρώνονται από το κράτος, και μόνο για έκτακτες ανάγκες, με εξάμηνες συμβάσεις, μπορεί να προσληφθεί προσωπικό που θα πληρώνεται από την Ανώνυμη Εταιρεία.
Παγιώνονται έτσι και επεκτείνονται οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις (συμβάσεις ορισμένου χρόνου ιδιωτικού δικαίου 6μηνης διάρκειας, θέσεις ειδικευμένου ιατρικού προσωπικού επί συμβάσει κατ' αναλογία της διαδικασίας πρόσληψης του επικουρικού ιατρικού προσωπικού του ΕΣΥ, υποχρεωτικές μεταθέσεις με απόφαση του υπουργείου Υγείας στο πλαίσιο της κινητικότητας), με την αναφορά ότι το Δημόσιο αναλαμβάνει τη μισθοδοσία του τακτικού προσωπικού, αλλά όχι τις υπερωρίες, εφημερίες, πρόσθετες αμοιβές κ.τ.λ.
Σε κάθε περίπτωση, η κατάργηση του Κέντρου Υγείας Σαντορίνης αποδεικνύει ότι συνεχίζεται η συρρίκνωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και η παροχή τέτοιων υπηρεσιών γίνεται και πάλι από το δευτεροβάθμιο νοσοκομείο.