Απευθείας τις προτάσεις του μνημονίου έκανε copy paste o πρόεδρος της Ένωσης Κεντρώων, Β. Λεβέντης,
στην ομιλία του επί των προγραμματικών δηλώσεων, ενώ παράλληλα κατέφυγε
στην «πεπατημένη» του αντικομουνισμού, επιβεβαιώνοντας τους λόγους για
τους οποίους το κόμμα του επιλέχθηκε ως ανάχωμα.
Συνεχίζοντας τα ήξεις αφήξεις ανέφερε ότι δεν θα
δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και πως τάχα παρερμηνεύτηκε η
επιστολή που έστειλε στον Αλ. Τσίπρα. Ωστόσο, ο ίδιος είχε δηλώσει σε
τηλεοπτικές του συνεντεύξεις ότι στην επιστολή του προς τον πρωθυπουργό
τον διαβεβαίωνε ότι θα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης «χωρίς ανταλλάγματα».
Ο Β. Λεβέντης ισχυρίστηκε πως
προϋπόθεση για να στηρίξει την κυβέρνηση είναι να αποδεχθεί ο
πρωθυπουργός το σχέδιο εννέα σημείων που του κατέθεσε. Το σχέδιο αυτό
περιλαμβάνει προτάσεις που προωθούνται και μέσω του τρίτου μνημονίου,
όπως η ενοποίηση όλων των συντάξεων σε μία σύνταξη που δεν θα υπερβαίνει
τα 1.500 ευρώ.
Επίσης, φρόντισε να αναπαράγει όλα τα
επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται από τα κόμματα του κεφαλαίου για να
λάβουν αντεργατικά μέτρα, προαναγγέλλοντας εκστρατεία ενάντια στους
«αργόμισθους» της βουλής, των δήμων και του δημοσίου. Ανάλογη
επιχειρηματολογία για τους «αργόμισθους» του δημοσίου χρησιμοποιήθηκε
για να δικαιολογηθούν οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων.
Κατόπιν όλων αυτών, δεν έκρυψε την
απογοήτευσή του γιατί ο Αλ. Τσιπρας επέλεξε να συνεργαστεί με τον Π.
Καμμένο και όχι με τον ίδιο. «Εγώ δεν ζητάω υπουργεία και θέσεις, αρκεί
να γίνουν κάποια πράγματα για το λαό», είπε, τη στιγμή που οι θέσεις του
στρέφονται ευθέως κατά του λαού.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Κεντρώων δεν
παρέλειψε να επιτεθεί στο ΚΚΕ γιατί δεν συναινεί και αντιπαλεύει όλα
αυτά τα βάρβαρα μέτρα, λέγοντας πως τα «τυφλά όχι» που λέει σε όλα το
ΚΚΕ, βοηθούν τα συστήματα εξουσίας να γίνονται πιο φιλοκαπιταλιστικά,
λες και από αυτό καθορίζεται η αντιλαϊκή πολιτική των κομμάτων που
υπηρετούν τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Μάλιστα αναπαράγοντας τη λογική του
κοινωνικού αυτοματισμού, κατηγόρησε το ΚΚΕ πως θεωρεί φτωχούς αυτούς που
έχουν δύο και τρεις συντάξεις, αμφισβητώντας ουσιαστικά το δικαίωμα των
εργαζομένων που δούλευαν κάτω από δύσκολες και επικίνδυνες για την ζωή
τους συνθήκες να πάρουν αξιοπρεπείς συντάξεις.