Παράλληλα
με τις αποφάσεις για τη διεκδίκηση των Συλλογικών Συμβάσεων,
υιοθετείται από τα σωματεία που συνεδριάζουν και το σχέδιο νόμου που
συντάχθηκε με πρωτοβουλία Ομοσπονδιών και Εργατικών Κέντρων για τις
Συλλογικές Συμβάσεις και σκοπό μετά τη συγκέντρωση των υπογραφών να
κατατεθεί σε όλα τα πολιτικά κόμματα, εκτός της Χρυσής Αυγής.
Με το σχέδιο νόμου καταργούνται διατάξεις που περιέχονται σε προηγούμενους αντεργατικούς νόμους, διασφαλίζονται πλήρως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και οι Συμβάσεις, αποκαθίστανται ο κατώτερος μισθός στα 751 ευρώ, τα δώρα και τα επιδόματα σε όλους τους συνταξιούχους, οι όροι των κλαδικών Συμβάσεων επανέρχονται στα επίπεδα του 2012, πριν από την ΠΥΣ που τους ανέστειλε, ως βάση για τις νέες συλλογικές διαπραγματεύσεις, καταργούνται οι ελαστικές μορφές απασχόλησης, κ.ά. Η πρωτοβουλία αυτή αποκτά ξεχωριστή σημασία, σε μια περίοδο που η κυβέρνηση και η συνδικαλιστική πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, συνεπικουρούμενες και από άλλες δυνάμεις στο κίνημα, προσπαθούν να καλλιεργήσουν εφησυχασμό στους εργαζόμενους, να καθυστερήσουν αντιδράσεις, να υπονομεύσουν την οργάνωση της πάλης, που είναι αναγκαία μπροστά στη γενικευμένη επίθεση που ετοιμάζεται στο μέτωπο των Eργασιακών.
Ηδη, ο υπουργός Εργασίας μέσα από σειρά συνεντεύξεών του ενώ προσπαθεί να φανεί καθησυχαστικός, την ίδια ώρα έχει κάνει καθαρό πως η προσεχής διαπραγμάτευση θα κινηθεί στο πνεύμα και το γράμμα του 3ου μνημονίου, όπου κυρίαρχος στόχος αναδεικνύεται η ανταγωνιστικότητα, που με τη σειρά της προϋποθέτει κι άλλο τσάκισμα εργατικών δικαιωμάτων. Κι απ' αυτή τη σκοπιά, οι διατάξεις του σχεδίου νόμου των συνδικάτων προβάλλονται ως ισχυρές διεκδικήσεις, κόντρα στην επιδίωξη του κεφαλαίου και της κυβέρνησής του.
Πρόκειται για σημαντικές διατάξεις που - για παράδειγμα - προστατεύουν τους εργαζόμενους όταν αναγκάζονται να υπογράψουν ατομικές συμβάσεις. Προβλέπεται ότι οι όροι ατομικών Συμβάσεων Εργασίας, που αποκλίνουν από ρυθμίσεις Συλλογικών Συμβάσεων, είναι επικρατέστεροι, εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους. Επίσης, ότι όροι εργασίας Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, υπερισχύουν των νόμων. Ενώ οι κανονιστικοί όροι της ΣΣΕ έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ.
Προσδιορίζεται, επίσης, ότι: Οι Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους μισθολογικούς και λοιπούς όρους εργασίας, που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Οι κλαδικές, οι επιχειρησιακές και οι εθνικές ή τοπικές ομοιοεπαγγελματικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας δεν επιτρέπεται να περιέχουν δυσμενέστερους όρους εργασίας, για τους εργαζόμενους, από τους όρους της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Στα σημαντικά του σχεδίου νόμου είναι το γεγονός ότι επαναφέρει σε ισχύ τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που ήταν σε ισχύ στις 29.2.2012 (ημερομηνία δημοσίευσης της ΠΥΣ 6/2012). Επαναφέρει, επίσης, τον κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο, ορίζοντας ότι «από την έναρξη ισχύος της παρούσας το κατώτατο όριο του μηνιαίου μισθού του νεοπροσλαμβανόμενου άγαμου εργατοτεχνίτη ανέρχεται στο ποσό των 751 ευρώ και του ημερομισθίου στο ποσό των 33,57 ευρώ, μεικτά, ανεξαρτήτως ηλικίας». Κατά συνέπεια, η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 6/2012, το άρθρο 103 του ν. 4172/2013, καθώς επίσης και κάθε άλλη αντίθετη, στην προηγούμενη παράγραφο, διάταξη, τυπικού ή ουσιαστικού νόμου ή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, καταργούνται.
Με το σχέδιο νόμου σε κατάργηση οδηγούνται οι ελαστικές σχέσεις και επανέρχονται δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα αδείας. Προβλέπεται ειδικότερα: Κατάργηση κάθε διάταξης νόμου, που προβλέπει καθιέρωση μερικής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι υφιστάμενες σχέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης μετατρέπονται, αυτοδικαίως, σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης. Κατάργηση κάθε διάταξης νόμου, που θεσμοθετεί την εκ περιτροπής εργασία. Κατάργηση κάθε διάταξης νόμου, που αναφέρεται στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Κατάργηση των διατάξεων νόμων, που αναφέρονται στις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης (ενοικίασης εργαζομένων), ενώ από την έναρξη ισχύος του νόμου οι εργαζόμενοι των πιο πάνω εταιρειών, που απασχολούνται σε άλλους (έμμεσους εργοδότες), θεωρείται, αυτοδικαίως, ότι συνδέονται, με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με τους έμμεσους αυτούς εργοδότες.
Με το σχέδιο νόμου καταργούνται διατάξεις που περιέχονται σε προηγούμενους αντεργατικούς νόμους, διασφαλίζονται πλήρως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και οι Συμβάσεις, αποκαθίστανται ο κατώτερος μισθός στα 751 ευρώ, τα δώρα και τα επιδόματα σε όλους τους συνταξιούχους, οι όροι των κλαδικών Συμβάσεων επανέρχονται στα επίπεδα του 2012, πριν από την ΠΥΣ που τους ανέστειλε, ως βάση για τις νέες συλλογικές διαπραγματεύσεις, καταργούνται οι ελαστικές μορφές απασχόλησης, κ.ά. Η πρωτοβουλία αυτή αποκτά ξεχωριστή σημασία, σε μια περίοδο που η κυβέρνηση και η συνδικαλιστική πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, συνεπικουρούμενες και από άλλες δυνάμεις στο κίνημα, προσπαθούν να καλλιεργήσουν εφησυχασμό στους εργαζόμενους, να καθυστερήσουν αντιδράσεις, να υπονομεύσουν την οργάνωση της πάλης, που είναι αναγκαία μπροστά στη γενικευμένη επίθεση που ετοιμάζεται στο μέτωπο των Eργασιακών.
Ηδη, ο υπουργός Εργασίας μέσα από σειρά συνεντεύξεών του ενώ προσπαθεί να φανεί καθησυχαστικός, την ίδια ώρα έχει κάνει καθαρό πως η προσεχής διαπραγμάτευση θα κινηθεί στο πνεύμα και το γράμμα του 3ου μνημονίου, όπου κυρίαρχος στόχος αναδεικνύεται η ανταγωνιστικότητα, που με τη σειρά της προϋποθέτει κι άλλο τσάκισμα εργατικών δικαιωμάτων. Κι απ' αυτή τη σκοπιά, οι διατάξεις του σχεδίου νόμου των συνδικάτων προβάλλονται ως ισχυρές διεκδικήσεις, κόντρα στην επιδίωξη του κεφαλαίου και της κυβέρνησής του.
Πρόκειται για σημαντικές διατάξεις που - για παράδειγμα - προστατεύουν τους εργαζόμενους όταν αναγκάζονται να υπογράψουν ατομικές συμβάσεις. Προβλέπεται ότι οι όροι ατομικών Συμβάσεων Εργασίας, που αποκλίνουν από ρυθμίσεις Συλλογικών Συμβάσεων, είναι επικρατέστεροι, εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους. Επίσης, ότι όροι εργασίας Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, υπερισχύουν των νόμων. Ενώ οι κανονιστικοί όροι της ΣΣΕ έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ.
Προσδιορίζεται, επίσης, ότι: Οι Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους μισθολογικούς και λοιπούς όρους εργασίας, που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Οι κλαδικές, οι επιχειρησιακές και οι εθνικές ή τοπικές ομοιοεπαγγελματικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας δεν επιτρέπεται να περιέχουν δυσμενέστερους όρους εργασίας, για τους εργαζόμενους, από τους όρους της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Στα σημαντικά του σχεδίου νόμου είναι το γεγονός ότι επαναφέρει σε ισχύ τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που ήταν σε ισχύ στις 29.2.2012 (ημερομηνία δημοσίευσης της ΠΥΣ 6/2012). Επαναφέρει, επίσης, τον κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο, ορίζοντας ότι «από την έναρξη ισχύος της παρούσας το κατώτατο όριο του μηνιαίου μισθού του νεοπροσλαμβανόμενου άγαμου εργατοτεχνίτη ανέρχεται στο ποσό των 751 ευρώ και του ημερομισθίου στο ποσό των 33,57 ευρώ, μεικτά, ανεξαρτήτως ηλικίας». Κατά συνέπεια, η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 6/2012, το άρθρο 103 του ν. 4172/2013, καθώς επίσης και κάθε άλλη αντίθετη, στην προηγούμενη παράγραφο, διάταξη, τυπικού ή ουσιαστικού νόμου ή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, καταργούνται.
Με το σχέδιο νόμου σε κατάργηση οδηγούνται οι ελαστικές σχέσεις και επανέρχονται δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα αδείας. Προβλέπεται ειδικότερα: Κατάργηση κάθε διάταξης νόμου, που προβλέπει καθιέρωση μερικής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι υφιστάμενες σχέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης μετατρέπονται, αυτοδικαίως, σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης. Κατάργηση κάθε διάταξης νόμου, που θεσμοθετεί την εκ περιτροπής εργασία. Κατάργηση κάθε διάταξης νόμου, που αναφέρεται στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Κατάργηση των διατάξεων νόμων, που αναφέρονται στις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης (ενοικίασης εργαζομένων), ενώ από την έναρξη ισχύος του νόμου οι εργαζόμενοι των πιο πάνω εταιρειών, που απασχολούνται σε άλλους (έμμεσους εργοδότες), θεωρείται, αυτοδικαίως, ότι συνδέονται, με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με τους έμμεσους αυτούς εργοδότες.