Πριν 70 χρόνια, τα ξημερώματα της 31ης Μάρτη του 1946, 33 ένοπλοι αγωνιστές χτυπάνε το σταθμό της Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο,
σαν απάντηση στις φοβερές διώξεις και εξοντώσεις αγωνιστών του εαμικού
κινήματος. Είναι διαδεδομένη η άποψη ότι επικεφαλής τους ήταν ο καπετάν Μπαρούτας, η αλήθεια όμως είναι διαφορετική.
Επικεφαλής των καταδιωκόμενων αγωνιστών που χτύπησαν στο Λιτόχωρο, ήταν ο Αλέξανδρος Ρόσσιος – Υψηλάντης. Συμμετείχαν και οι Γιώργος Ελευθερίου (Φωτεινός), Γ. Ανδρεάδης (Γ. Κουκουτάτσιος), Τζαβέλας κ.ά.
Ο Καπετάν Μπαρούτας (Θωμάς Λιόλιος) ήταν
καπετάνιος λόχου σαμποτέρ του ΕΛΑΣ στο Βέρμιο. Μετά τη Συμφωνία της
Βάρκιζας δεν παρέδωσε τον οπλισμό του και παρέμεινε επικεφαλής μιας
ομάδας καταδιωκόμενων στην ίδια περιοχή. Σκοτώθηκε τον Ιούνιο του 1946
κοντά στη Νάουσα.
Η εντύπωση πως ο Θωμάς Μπαρούτας ήταν επικεφαλής, πιθανότατα δημιουργήθηκε καθώς ο Ν. Ζαχαριάδης, σε άρθρο του στο Ριζοσπάστη, δήλωσε απειλητικά προς τους Άγγλους και το μοναρχοφασισμό πως «Θα γεμίσουν τα βουνά Μπαρουτάδες», υπογραμμίζοντας τον προειδοποιητικό χαρακτήρα της επίθεσης. Ο Θωμάς Μπαρούτας ήταν πράγματι και αυτός επικεφαλής ομάδας διωκόμενων αγωνιστών, που όμως είχε εμπλοκή σε άλλο χτύπημα, στο Βέρμιο –στη Φυτιά- και όχι στο Λιτόχωρο. Εκεί πιθανότατα οφείλεται η παρεξήγηση, αν και πολλοί αποδίδουν σκοπιμότητα στη δήλωση αυτή του Νίκου Ζαχαριάδη: Να ‘θολώσει τα νερά’ γύρω από το ποιοι πραγματοποίησαν την επίθεση.
Η επίθεση στο Λιτόχωρο σηματοδοτεί για πολλούς την έναρξη του δεύτερου αντάρτικου. Αν και αυτό δεν είναι ακριβές, συνδέεται ωστόσο άμεσα με το αμφιλεγόμενο ζήτημα της αποχής από τις ανεκδιήγητες ‘εκλογές’ που έγιναν στις 31/3/1946. Έχουν γραφεί πάρα πολλά για το ζήτημα της ένοπλης πάλης και του ‘ειρηνικού δρόμου’ μέσω εκλογών, για την καταστροφή και τις διώξεις που υπέστη το κίνημα και οι αγωνιστές με τη μετέπειτα ήττα στο Γράμμο. Εξετάζοντας ένα ιστορικό γεγονός, πρέπει πράγματι όχι μόνο να μελετάς το ‘πριν’ και το ‘μετά’, αλλά να καταδύεσαι στο βάθος των γεγονότων, στο ‘πάχος’ της Ιστορίας. Σ’ αυτά όμως θα επανέλθουμε σε επόμενη ανάρτηση.
Το σίγουρο κατά τη γνώμη μας είναι, πως ούτε οι ‘εραστές’ της παντού και πάντα εκλογικής αποχής μπορούν να συγκρίνουν τις τότε συνθήκες των φοβερών διώξεων και του προσωπικού κόστους που είχε τότε η αποχή, με τις σημερινές ‘ευκαιρίες’ για περίπατο που δίνει η –εν πολλοίς επικροτούμενη από το καπιταλιστικό σύστημα- αποχή από το εκλογικό πανηγύρι, ούτε όμως οι θιασώτες του λεγόμενου ‘ειρηνικού δρόμου’ μπορούν να χρησιμοποιούν το παράδειγμα του ’46 για να μας πουν, εκ του αντιθέτου, ότι η συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες ανοίγει ανθόσπαρτους δρόμους για την κατάκτηση της εξουσίας. Ιδιαίτερα σήμερα μάλιστα, που στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης ο ολοκληρωτισμός του κράτους γίνεται κάθε μέρα και πιο απροκάλυπτος. Ας δούμε πώς διηγείται τα γεγονότα στο Λιτόχωρο ο Αλέξανδρος Ρόσσιος – Υψηλάντης στον Φοίβο Οικονομίδη, ο οποίος γράφει:
Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης είχε επικροτήσει τότε, όπως είδαμε, την ενέργεια αυτή στο άρθρο του στον Ριζοσπάστη. Πολύ αργότερα, το 1956, εκφράζει μια διαφορετική άποψη για την αποχή του '46. Την βρήκαμε στο βιβλίο του Λευτέρη Ελευθερίου «Συνομιλίες με τον Νίκο Ζαχαριάδη», εκδόσεις Κένταυρος-1986. Ο Λευτέρης Ελευθερίου ήταν στέλεχος του ΚΚΕ εσωτερικού (στην παρανομία υπέγραφε ως «Λευτέρης Θαλασσινός») και, παρά την κομματική του ένταξη, έτρεφε θαυμασμό για τον Νίκο Ζαχαριάδη. Στις συναντήσεις που είχαν στη Μόσχα το 1956, μετά την καθαίρεσή του, κατέγραψε μεγάλο μέρος των συνομιλιών τους. Η καθαίρεση Ζαχαριάδη έγινε με το γνωστό τρόπο το Μάρτη του ’56 και οι συζητήσεις αυτές έγιναν στο διάστημα Μαρτίου-Ιουλίου. Στη σελίδα 67 του βιβλίου αυτού διαβάζουμε: Για την αποχή από τις εκλογές στις 31 Μάρτη 1946. Τελικά τον ρωτώ ποια είναι η σκέψη του για την αποχή από τις εκλογές. Απαντά: «Εγώ τη θεωρώ λάθος τακτικής. Όσοι το μεγαλοποιούν, το κάνουν γιατί στο βάθος πιστεύουν ότι μπορούσαμε να ακολουθήσουμε άλλο δρόμο ειρηνικό και εύκολο».
Στο σημείο αυτό, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε κάτι το οποίο συχνά σκόπιμα παρασιωπείται: Δεν ήταν το ΚΚΕ που παρέσυρε το ΕΑΜ στο δρόμο της αποχής, κάθε άλλο. Χαρακτηριστικό του κλίματος που υπήρχε, με την τρομοκρατία, την άρνηση του πιεζόμενου από τους Άγγλους Σοφούλη να δεχτεί αναβολή των εκλογών κλπ, είναι το γεγονός ότι εκτός από τις δυνάμεις της αριστεράς, και μια σειρά από πολιτικούς του κέντρου ήταν υπέρμαχοι της αποχής, όπως πχ οι πρώην πρωθυπουργοί Γ. Καφαντάρης και Εμμ. Τσουδερός. Σε επόμενη ανάρτησή μας θα επανέλθουμε με αποσπάσματα από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, ας δούμε όμως ένα μικρό κομμάτι (τόμος Α’, σελ. 545 - οι υπογραμμίσεις δικές μας):
Παίρνοντας υπόψη ότι, παρά την επέμβαση των Άγγλων και την αιματηρή τρομοκρατία που είχε εξαπολυθεί μετά τη Βάρκιζα, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ διέθεταν ακόμα μεγάλη πολιτική και ηθική επιρροή και οι δυνάμεις της αντίστασης, της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας παρέμειναν ισχυρές, μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιο ότι, με τη δραστηριοποίηση και κινητοποίησή τους θα ξεπερνιόνταν πολλά εμπόδια, θα έμπαινε κάποιος φραγμός στο τρομοκρατικό όργιο και θα εξασφαλιζόταν μια σημαντική εκπροσώπηση της Αριστεράς στο κοινοβούλιο. Αυτό το γεγονός θα της έδινε άλλες δυνατότητες για άσκηση πίεσης και ανάπτυξης της πάλης για την ομαλότητα και τη δημοκρατία. Η νοθεία, η βία, οι επεμβάσεις μπορούσαν να καταγγελθούν και μετά τις εκλογές και να φανεί πιο καθαρά ακόμα και στους ταλαντευόμενους ότι δεν απέμενε άλλη λύση από τον ένοπλο αγώνα. Την απόφαση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ για αποχή φαίνεται να επηρέασαν και οι παραιτήσεις 15 υπουργών και υφυπουργών της κυβέρνησης Σοφούλη, στο διάστημα από 5 μέχρι και 29 του Μάρτη, σ' ένδειξη διαμαρτυρίας για την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα και την επίμονη άρνηση της αγγλικής κυβέρνησης να δεχτεί αναβολή των εκλογών.
Η απόφαση αυτή στηρίχθηκε στις διαπιστώσεις ότι, ένα χρόνο ύστερα από την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας, στην Ελλάδα δεν υπήρχε δημοκρατία ούτε εθνική ανεξαρτησία. Στο εσωτερικό επικρατούσε απόλυτα ο μοναρχοφασιστικός δωσιλογισμός, που πήρε την εξουσία αποκλειστικά και μόνο χάρη στη βίαιη ένοπλη επέμβαση. Το παλαιοδημοκρατικό Κέντρο, που σχημάτισε κυβέρνηση με εντολή των Άγγλων, αρνήθηκε στην πράξη όλα όσα διακήρυχνε στα λόγια. Πρόδωσε ακόμα μια φορά τη δημοκρατία και πούλησε την εθνική λευτεριά και ανεξαρτησία. Με την ολόπλευρη εγγλέζικη υποστήριξη είχε επιβληθεί καθεστώς μονόπλευρου εμφύλιου πολέμου και φυσικής εξόντωσης των λαϊκών αγωνιστών, με σκοπό να στραγγαλιστεί η δημοκρατική θέληση του λαού και να στερεωθεί η κυριαρχία των ντόπιων και ξένων εκμεταλλευτών. Η δολοφονική δράση των συμμοριών της Δεξιάς ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο και κάθε όριο. Σ' αυτές τις συνθήκες, λεύτερες, τίμιες εκλογές ήταν αδύνατο να γίνουν.
Οι εκλογές, που ετοιμάζονταν, θα ήταν μία απόπειρα «νομίμου» πραξικοπήματος και προσπάθεια εξαπάτησης της παγκόσμιας δημοκρατικής γνώμης. Η παρουσία ξένων παρατηρητών δε θα άλλαζε τη σκληρή πραγματικότητα. Απλώς θα έδινε μια νομιμοφάνεια στο εκλογικό πραξικόπημα. Οι διαπιστώσεις αυτές ήταν σωστές. Η οριστική, όμως, απόφαση για αποχή αποδείχτηκε πως δεν ήταν αυτή που επιβαλλόταν. Γιατί, ενώ υπήρχε δυνατότητα πάλης τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα, αφέθηκαν εντελώς ασύδοτοι και ανεξέλεγκτοι οι εκλογομάγειροι ξένοι παρατηρητές, που αποκαλούνταν ειρωνικά «κουκουβάγιες», να εμφανίσουν την εκλογική δύναμη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ με το απαράδεκτο ποσοστό 9,3%.
Επικράτησαν στις εκλογές οι μοναρχικές δεξιές δυνάμεις και αποκλείστηκε εντελώς η Αριστερά. Εξαπολύθηκε άγριος διωγμός ενάντια στους δημοκράτες που δεν πήραν μέρος στις εκλογές. Το «στίγμα» της αποχής τους κυνηγούσε για πολλά χρόνια. Είχε αναγορευτεί σε βασικό κριτήριο της «εθνικοφροσύνης» κάθε Ελληνα και Ελληνίδας. Παίρνοντας υπόψη ότι, παρά την επέμβαση των Άγγλων και την αιματηρή τρομοκρατία που είχε εξαπολυθεί μετά τη Βάρκιζα, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ διέθεταν ακόμα μεγάλη πολιτική και ηθική επιρροή και οι δυνάμεις της αντίστασης, της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας παρέμειναν ισχυρές, μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιο ότι, με τη δραστηριοποίηση και κινητοποίησή τους θα ξεπερνιόνταν πολλά εμπόδια, θα έμπαινε κάποιος φραγμός στο τρομοκρατικό όργιο και θα εξασφαλιζόταν μια σημαντική εκπροσώπηση της Αριστεράς στο κοινοβούλιο.
Αυτό το γεγονός θα της έδινε άλλες δυνατότητες για άσκηση πίεσης και ανάπτυξης της πάλης για την ομαλότητα και τη δημοκρατία. Η νοθεία, η βία, οι επεμβάσεις μπορούσαν να καταγγελθούν και μετά τις εκλογές και να φανεί πιο καθαρά ακόμα και στους ταλαντευόμενους ότι δεν απέμενε άλλη λύση από τον ένοπλο αγώνα. Την απόφαση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ για αποχή φαίνεται να επηρέασαν και οι παραιτήσεις 15 υπουργών και υφυπουργών της κυβέρνησης Σοφούλη, στο διάστημα από 5 μέχρι και 29 του Μάρτη, σ' ένδειξη διαμαρτυρίας για την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα και την επίμονη άρνηση της αγγλικής κυβέρνησης να δεχτεί αναβολή των εκλογών.
Η εντύπωση πως ο Θωμάς Μπαρούτας ήταν επικεφαλής, πιθανότατα δημιουργήθηκε καθώς ο Ν. Ζαχαριάδης, σε άρθρο του στο Ριζοσπάστη, δήλωσε απειλητικά προς τους Άγγλους και το μοναρχοφασισμό πως «Θα γεμίσουν τα βουνά Μπαρουτάδες», υπογραμμίζοντας τον προειδοποιητικό χαρακτήρα της επίθεσης. Ο Θωμάς Μπαρούτας ήταν πράγματι και αυτός επικεφαλής ομάδας διωκόμενων αγωνιστών, που όμως είχε εμπλοκή σε άλλο χτύπημα, στο Βέρμιο –στη Φυτιά- και όχι στο Λιτόχωρο. Εκεί πιθανότατα οφείλεται η παρεξήγηση, αν και πολλοί αποδίδουν σκοπιμότητα στη δήλωση αυτή του Νίκου Ζαχαριάδη: Να ‘θολώσει τα νερά’ γύρω από το ποιοι πραγματοποίησαν την επίθεση.
Η επίθεση στο Λιτόχωρο σηματοδοτεί για πολλούς την έναρξη του δεύτερου αντάρτικου. Αν και αυτό δεν είναι ακριβές, συνδέεται ωστόσο άμεσα με το αμφιλεγόμενο ζήτημα της αποχής από τις ανεκδιήγητες ‘εκλογές’ που έγιναν στις 31/3/1946. Έχουν γραφεί πάρα πολλά για το ζήτημα της ένοπλης πάλης και του ‘ειρηνικού δρόμου’ μέσω εκλογών, για την καταστροφή και τις διώξεις που υπέστη το κίνημα και οι αγωνιστές με τη μετέπειτα ήττα στο Γράμμο. Εξετάζοντας ένα ιστορικό γεγονός, πρέπει πράγματι όχι μόνο να μελετάς το ‘πριν’ και το ‘μετά’, αλλά να καταδύεσαι στο βάθος των γεγονότων, στο ‘πάχος’ της Ιστορίας. Σ’ αυτά όμως θα επανέλθουμε σε επόμενη ανάρτηση.
Το σίγουρο κατά τη γνώμη μας είναι, πως ούτε οι ‘εραστές’ της παντού και πάντα εκλογικής αποχής μπορούν να συγκρίνουν τις τότε συνθήκες των φοβερών διώξεων και του προσωπικού κόστους που είχε τότε η αποχή, με τις σημερινές ‘ευκαιρίες’ για περίπατο που δίνει η –εν πολλοίς επικροτούμενη από το καπιταλιστικό σύστημα- αποχή από το εκλογικό πανηγύρι, ούτε όμως οι θιασώτες του λεγόμενου ‘ειρηνικού δρόμου’ μπορούν να χρησιμοποιούν το παράδειγμα του ’46 για να μας πουν, εκ του αντιθέτου, ότι η συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες ανοίγει ανθόσπαρτους δρόμους για την κατάκτηση της εξουσίας. Ιδιαίτερα σήμερα μάλιστα, που στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης ο ολοκληρωτισμός του κράτους γίνεται κάθε μέρα και πιο απροκάλυπτος. Ας δούμε πώς διηγείται τα γεγονότα στο Λιτόχωρο ο Αλέξανδρος Ρόσσιος – Υψηλάντης στον Φοίβο Οικονομίδη, ο οποίος γράφει:
Την περίοδο κατά την οποία διεξάγονταν οι κοινοβουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα, ο Ζαχαριάδης είχε προσκληθεί στο συνέδριο του Κ.Κ. Τσεχοσλαβακίας στην Πράγα. Περνώντας από τη Θεσσαλονίκη, ο Ζαχαριάδης έδωσε εντολή για μια δυναμική ενέργεια που θα συνέπιπτε με τις εκλογές. Την εντολή ανέλαβε να εκπληρώσει ο Αλέξανδρος Ρόσιος (Υψηλάντης), που διηγήθηκε στον γράφοντα: «Ημουνα επικηρυγμένος και από τη Σιάτιστα είχα καταφύγει παράνομα στη Θεσσαλονίκη. Το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου ήλθε και με βρήκε προσωπικά ο Κικίτσας, και μου ανάθεσε την πραγματοποίηση μιας δυναμικής ενέργειας πριν από τις εκλογές, για ν' ανασάνει η ύπαιθρος από τη δεξιά τρομοκρατία. Ξεκινήσαμε εγώ, ο Πάνος Ευριπίδης και ένας ακόμα που ενώθηκε μαζί μας. Φτάσαμε στα Πιέρια, στον Ολυμπο. Το χιόνι ήταν πυκνό. Μέσα σε μια σπηλιά βρήκαμε τους καταδιωκόμενους από το Λιτόχωρο. Ημασταν λίγο περισσότεροι από τριάντα. Το βράδυ της 30ής προς 31η Μαρτίου χτυπήσαμε μια δεξιά συμμορία στο Λιτόχωρο και εμπλακήκαμε ένοπλα στη συνέχεια με κυβερνητική δύναμη που στάθμευε εκεί. Η ενέργειά μας είχε το χαρακτήρα μιας προειδοποίησης και ενός προσανατολισμού προς μία ενεργητική αντιμετώπιση της τρομοκρατίας».Μια άλλη μαρτυρία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι αυτή του Θανάση Ανάγνου, μέλους τότε της Επιτροπής Πόλης Κατερίνης του ΚΚΕ και γραμματέα της τοπικής οργάνωσης της ΕΠΟΝ. Περιέχεται στο βιβλίο του «Στα κάστρα του αγώνα με το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», (τη βρήκαμε στο Ριζοσπάστη) και αναφέρει τα εξής:
«Το χτύπημα του Λιτόχωρου σάλπισε σ' όλη την Ελλάδα την έναρξη της ένοπλης αντίστασης στο τρομοκρατικό δολοφονικό όργιο που εξαπέλυσαν μετά τη Βάρκιζα οι εγκάθετες κυβερνήσεις των Αγγλων ενάντια στους αγωνιστές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και τις οργανώσεις τους. Το χτύπημα του Λιτόχωρου υπήρξε η απαρχή του ηρωικού ένοπλου αγώνα του ΔΣΕ. Ολοι οι καταδιωκόμενοι αυτοαμυνίτες της περιφέρειας Κατερίνης, μετά το χτύπημα του Λιτόχωρου, οπλίζονται και συνδέονται με την ομάδα του Λιτόχωρου. Οργανώνονται όλοι σε συγκροτήματα σ' όλα τα Πιέρια και συγκροτούν σε συνέχεια το Αρχηγείο Πιερίων.
Η Κατερίνη τις μέρες αυτές, καθώς και όλη η περιφέρεια στρατοκρατείται. Εθνοφυλακή, Αστυνομία, χαφιέδες, οι συνεργάτες των Γερμανών, παρακρατικές συμμορίες, αλωνίζουν την πόλη και την ύπαιθρο, σκορπούν παντού τον τρόμο, κάνουν μπλόκα, έρευνες, συλλήψεις. Γέμισαν όλα τα κρατητήρια, οι αποθήκες τους και οι αυλές τους από εκατοντάδες συλληφθέντες αγωνιστές. Με φασιστική βαρβαρότητα χτυπούσαν με όλα τα μέσα: ρόπαλα, υποκόπανους, σιδερόβεργες, βούρδουλες, με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.Τα βογκητά των αγωνιστών απ' τα βασανιστήρια ακούγονταν σ' όλη την πόλη. Το αίμα των αγωνιστών πλημμύριζε τα κρατητήρια.Τα γραφεία όλων των οργανώσεων έγιναν θρύψαλα απ' τους βανδαλισμούς των συμμοριών. Ενας ασφυχτικός κλοιός περισφίγγει την πόλη.Οι οργανώσεις μας περνούν τη μεγαλύτερη δοκιμασία, το Συμβούλιο Πόλης της ΕΠΟΝ τυπώνει και κυκλοφορεί προκήρυξη που καταγγέλλει την τρομοκρατία, τις διώξεις και τους βασανισμούς των αγωνιστών. Καταγγέλλει ως υπεύθυνο για τα γεγονότα του Λιτόχωρου το αιματοβαμμένο μεταβαρκιζιανό μοναρχοφασιστικό καθεστώς που ανάγκασε τους αγωνιστές να απαντήσουν με τα ίδια μέσα. Καλούσε τις αρχές να αφοπλίσουν τις παρακρατικές συμμορίες, να σταματήσουν τα μπλόκα, οι έρευνες, οι συλλήψεις και οι βασανισμοί των αγωνιστών. Να εξασφαλίσουν τη νόμιμη λειτουργία των οργανώσεών μας. Με τα ίδια αιτήματα οργανώσαμε κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας στις τοπικές αρχές.Οι οργανώσεις μας δίνουν τη μάχη της νομιμοποίησης και για ένα διάστημα το πετυχαίνουν. Η κατάσταση, όμως, που δημιουργήθηκε στη συνέχεια είχε σοβαρές επιπτώσεις στις οργανώσεις μας. Οι διασυνδέσεις αρχίζουν να χάνονται, να δέχονται χτυπήματα απ' τις συλλήψεις και με τον καιρό αποδιοργανώνονται. Οι ολοήμερες και ολονύχτιες περιπολίες και το τρομοκρατικό όργιο μας κλείνουν το δρόμο για το βουνό. Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση μια σειρά στελέχη βρίσκουν τον τρόπο να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη με στόχο να βρουν τρόπο να περάσουν στις ένοπλες ομάδες στα Πιέρια». Ο ίδιος αναφέρει επίσης ότι «η ομάδα που χτύπησε το Λιτόχωρο, μαζί με άλλους καταδιωκόμενους αγωνιστές, αποτέλεσε και το πρώτο ένοπλο συγκρότημα»(«Ριζοσπάστης», 11 Δεκέμβρη 1996). Το πρώτο αυτό ένοπλο τμήμα ανέβηκε στα Πιέρια.
Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης είχε επικροτήσει τότε, όπως είδαμε, την ενέργεια αυτή στο άρθρο του στον Ριζοσπάστη. Πολύ αργότερα, το 1956, εκφράζει μια διαφορετική άποψη για την αποχή του '46. Την βρήκαμε στο βιβλίο του Λευτέρη Ελευθερίου «Συνομιλίες με τον Νίκο Ζαχαριάδη», εκδόσεις Κένταυρος-1986. Ο Λευτέρης Ελευθερίου ήταν στέλεχος του ΚΚΕ εσωτερικού (στην παρανομία υπέγραφε ως «Λευτέρης Θαλασσινός») και, παρά την κομματική του ένταξη, έτρεφε θαυμασμό για τον Νίκο Ζαχαριάδη. Στις συναντήσεις που είχαν στη Μόσχα το 1956, μετά την καθαίρεσή του, κατέγραψε μεγάλο μέρος των συνομιλιών τους. Η καθαίρεση Ζαχαριάδη έγινε με το γνωστό τρόπο το Μάρτη του ’56 και οι συζητήσεις αυτές έγιναν στο διάστημα Μαρτίου-Ιουλίου. Στη σελίδα 67 του βιβλίου αυτού διαβάζουμε: Για την αποχή από τις εκλογές στις 31 Μάρτη 1946. Τελικά τον ρωτώ ποια είναι η σκέψη του για την αποχή από τις εκλογές. Απαντά: «Εγώ τη θεωρώ λάθος τακτικής. Όσοι το μεγαλοποιούν, το κάνουν γιατί στο βάθος πιστεύουν ότι μπορούσαμε να ακολουθήσουμε άλλο δρόμο ειρηνικό και εύκολο».
Στο σημείο αυτό, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε κάτι το οποίο συχνά σκόπιμα παρασιωπείται: Δεν ήταν το ΚΚΕ που παρέσυρε το ΕΑΜ στο δρόμο της αποχής, κάθε άλλο. Χαρακτηριστικό του κλίματος που υπήρχε, με την τρομοκρατία, την άρνηση του πιεζόμενου από τους Άγγλους Σοφούλη να δεχτεί αναβολή των εκλογών κλπ, είναι το γεγονός ότι εκτός από τις δυνάμεις της αριστεράς, και μια σειρά από πολιτικούς του κέντρου ήταν υπέρμαχοι της αποχής, όπως πχ οι πρώην πρωθυπουργοί Γ. Καφαντάρης και Εμμ. Τσουδερός. Σε επόμενη ανάρτησή μας θα επανέλθουμε με αποσπάσματα από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, ας δούμε όμως ένα μικρό κομμάτι (τόμος Α’, σελ. 545 - οι υπογραμμίσεις δικές μας):
Στο ζήτημα των εκλογών η Ολομέλεια συζήτησε τη θέση που είχε πάρει η ΚΕ του ΕΑΜ στις 7 του Φλεβάρη 1946, δηλαδή αποχή από τις εκλογές, εφόσον δεν εξασφαλιστούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ελεύθερη έκφραση της θέλησης του λαού, αλλά δεν πήρε απόφαση. Εξουσιοδότησε το ΠΓ ν' αποφασίσει, αφού ζητήσει και τη γνώμη αδελφών κομμάτων, που ήταν βασικά κατά της αποχής. Παρ' όλα αυτά, το ΠΓ πήρε απόφαση για αποχή από τις εκλογές.καθεστώς μονόπλευρου εμφύλιου πολέμου και φυσικής εξόντωσης των λαϊκών αγωνιστών, με σκοπό να στραγγαλιστεί η δημοκρατική θέληση του λαού και να στερεωθεί η κυριαρχία των ντόπιων και ξένων εκμεταλλευτών. Η δολοφονική δράση των συμμοριών της Δεξιάς ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο και κάθε όριο. Σ' αυτές τις συνθήκες, λεύτερες, τίμιες εκλογές ήταν αδύνατο να γίνουν. Οι εκλογές, που ετοιμάζονταν, θα ήταν μία απόπειρα «νομίμου» πραξικοπήματος και προσπάθεια εξαπάτησης της παγκόσμιας δημοκρατικής γνώμης. Η παρουσία ξένων παρατηρητών δε θα άλλαζε τη σκληρή πραγματικότητα. Απλώς θα έδινε μια νομιμοφάνεια στο εκλογικό πραξικόπημα. Οι διαπιστώσεις αυτές ήταν σωστές. Η οριστική, όμως, απόφαση για αποχή αποδείχτηκε πως δεν ήταν αυτή που επιβαλλόταν. Γιατί, ενώ υπήρχε δυνατότητα πάλης τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα, αφέθηκαν εντελώς ασύδοτοι και ανεξέλεγκτοι οι εκλογομάγειροι ξένοι παρατηρητές, που αποκαλούνταν ειρωνικά «κουκουβάγιες», να εμφανίσουν την εκλογική δύναμη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ με το απαράδεκτο ποσοστό 9,3%. Επικράτησαν στις εκλογές οι μοναρχικές δεξιές δυνάμεις και αποκλείστηκε εντελώς η Αριστερά. Εξαπολύθηκε άγριος διωγμός ενάντια στους δημοκράτες που δεν πήραν μέρος στις εκλογές. Το «στίγμα» της αποχής τους κυνηγούσε για πολλά χρόνια. Είχε αναγορευτεί σε βασικό κριτήριο της «εθνικοφροσύνης» κάθε Ελληνα και Ελληνίδας.
Παίρνοντας υπόψη ότι, παρά την επέμβαση των Άγγλων και την αιματηρή τρομοκρατία που είχε εξαπολυθεί μετά τη Βάρκιζα, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ διέθεταν ακόμα μεγάλη πολιτική και ηθική επιρροή και οι δυνάμεις της αντίστασης, της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας παρέμειναν ισχυρές, μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιο ότι, με τη δραστηριοποίηση και κινητοποίησή τους θα ξεπερνιόνταν πολλά εμπόδια, θα έμπαινε κάποιος φραγμός στο τρομοκρατικό όργιο και θα εξασφαλιζόταν μια σημαντική εκπροσώπηση της Αριστεράς στο κοινοβούλιο. Αυτό το γεγονός θα της έδινε άλλες δυνατότητες για άσκηση πίεσης και ανάπτυξης της πάλης για την ομαλότητα και τη δημοκρατία. Η νοθεία, η βία, οι επεμβάσεις μπορούσαν να καταγγελθούν και μετά τις εκλογές και να φανεί πιο καθαρά ακόμα και στους ταλαντευόμενους ότι δεν απέμενε άλλη λύση από τον ένοπλο αγώνα. Την απόφαση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ για αποχή φαίνεται να επηρέασαν και οι παραιτήσεις 15 υπουργών και υφυπουργών της κυβέρνησης Σοφούλη, στο διάστημα από 5 μέχρι και 29 του Μάρτη, σ' ένδειξη διαμαρτυρίας για την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα και την επίμονη άρνηση της αγγλικής κυβέρνησης να δεχτεί αναβολή των εκλογών.
Η απόφαση αυτή στηρίχθηκε στις διαπιστώσεις ότι, ένα χρόνο ύστερα από την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας, στην Ελλάδα δεν υπήρχε δημοκρατία ούτε εθνική ανεξαρτησία. Στο εσωτερικό επικρατούσε απόλυτα ο μοναρχοφασιστικός δωσιλογισμός, που πήρε την εξουσία αποκλειστικά και μόνο χάρη στη βίαιη ένοπλη επέμβαση. Το παλαιοδημοκρατικό Κέντρο, που σχημάτισε κυβέρνηση με εντολή των Άγγλων, αρνήθηκε στην πράξη όλα όσα διακήρυχνε στα λόγια. Πρόδωσε ακόμα μια φορά τη δημοκρατία και πούλησε την εθνική λευτεριά και ανεξαρτησία. Με την ολόπλευρη εγγλέζικη υποστήριξη είχε επιβληθεί καθεστώς μονόπλευρου εμφύλιου πολέμου και φυσικής εξόντωσης των λαϊκών αγωνιστών, με σκοπό να στραγγαλιστεί η δημοκρατική θέληση του λαού και να στερεωθεί η κυριαρχία των ντόπιων και ξένων εκμεταλλευτών. Η δολοφονική δράση των συμμοριών της Δεξιάς ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο και κάθε όριο. Σ' αυτές τις συνθήκες, λεύτερες, τίμιες εκλογές ήταν αδύνατο να γίνουν.
Οι εκλογές, που ετοιμάζονταν, θα ήταν μία απόπειρα «νομίμου» πραξικοπήματος και προσπάθεια εξαπάτησης της παγκόσμιας δημοκρατικής γνώμης. Η παρουσία ξένων παρατηρητών δε θα άλλαζε τη σκληρή πραγματικότητα. Απλώς θα έδινε μια νομιμοφάνεια στο εκλογικό πραξικόπημα. Οι διαπιστώσεις αυτές ήταν σωστές. Η οριστική, όμως, απόφαση για αποχή αποδείχτηκε πως δεν ήταν αυτή που επιβαλλόταν. Γιατί, ενώ υπήρχε δυνατότητα πάλης τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα, αφέθηκαν εντελώς ασύδοτοι και ανεξέλεγκτοι οι εκλογομάγειροι ξένοι παρατηρητές, που αποκαλούνταν ειρωνικά «κουκουβάγιες», να εμφανίσουν την εκλογική δύναμη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ με το απαράδεκτο ποσοστό 9,3%.
Επικράτησαν στις εκλογές οι μοναρχικές δεξιές δυνάμεις και αποκλείστηκε εντελώς η Αριστερά. Εξαπολύθηκε άγριος διωγμός ενάντια στους δημοκράτες που δεν πήραν μέρος στις εκλογές. Το «στίγμα» της αποχής τους κυνηγούσε για πολλά χρόνια. Είχε αναγορευτεί σε βασικό κριτήριο της «εθνικοφροσύνης» κάθε Ελληνα και Ελληνίδας. Παίρνοντας υπόψη ότι, παρά την επέμβαση των Άγγλων και την αιματηρή τρομοκρατία που είχε εξαπολυθεί μετά τη Βάρκιζα, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ διέθεταν ακόμα μεγάλη πολιτική και ηθική επιρροή και οι δυνάμεις της αντίστασης, της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας παρέμειναν ισχυρές, μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιο ότι, με τη δραστηριοποίηση και κινητοποίησή τους θα ξεπερνιόνταν πολλά εμπόδια, θα έμπαινε κάποιος φραγμός στο τρομοκρατικό όργιο και θα εξασφαλιζόταν μια σημαντική εκπροσώπηση της Αριστεράς στο κοινοβούλιο.
Αυτό το γεγονός θα της έδινε άλλες δυνατότητες για άσκηση πίεσης και ανάπτυξης της πάλης για την ομαλότητα και τη δημοκρατία. Η νοθεία, η βία, οι επεμβάσεις μπορούσαν να καταγγελθούν και μετά τις εκλογές και να φανεί πιο καθαρά ακόμα και στους ταλαντευόμενους ότι δεν απέμενε άλλη λύση από τον ένοπλο αγώνα. Την απόφαση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ για αποχή φαίνεται να επηρέασαν και οι παραιτήσεις 15 υπουργών και υφυπουργών της κυβέρνησης Σοφούλη, στο διάστημα από 5 μέχρι και 29 του Μάρτη, σ' ένδειξη διαμαρτυρίας για την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα και την επίμονη άρνηση της αγγλικής κυβέρνησης να δεχτεί αναβολή των εκλογών.
Δεν μας λένε βέβαια ότι ήταν τέτοιο το κλίμα, που ακόμα και αστοί πολιτικοί του κέντρου τάχθηκαν υπέρ της στάσης της αποχής. Είχαμε παραθέσει ένα απόσπασμα από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ για την επίθεση στο Λιτόχωρο. Συνεχίζουμε σήμερα παραθέτοντας ολόκληρο το πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα που αφορά στην απόφαση της αποχής και τα γεγονότα του Λιτόχωρου. Βρίσκεται στη σελιδα 545 του Α' τόμου (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011, οι υπογραμμίσεις δικές μας) 8. Η 2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ.
Το πρόβλημα του ένοπλου αγώνα
Στις 12 του Φλεβάρη 1946, έναν ακριβώς χρόνο μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας, συνήλθε στην Αθήνα η 2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ. Στις εργασίες της πήραν μέρος τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ και της ΚΕΕ, που είχαν εκλεγεί στο 7ο Συνέδριο του Κόμματος, εκτός από τους Μ. Παρτσαλίδη και Π. Ρούσο, που βρίσκονταν σε αποστολή στο εξωτερικό. Η Ολομέλεια εξέτασε την κατάσταση στην Ελλάδα, τα προβλήματα του δημοκρατικού αγώνα και τα καθήκοντα του ΚΚΕ. Εισήγηση έκανε ο Ν. Ζαχαριάδης. Η ευθύνη της Ολομέλειας ήταν σοβαρή, γιατί έπρεπε να αποφασίσει για τη στάση του Κόμματος στις επικείμενες εκλογές (αν θα έπαιρνε μέρος ή θα έκανε αποχή) και να καθορίσει τις μορφές πάλης για την αντιμετώπιση της ωμής βίας και τρομοκρατίας που μαίνονταν σ' ολόκληρη τη χώρα ενάντια στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και το λαϊκό δημοκρατικό κίνημα.
Στο ζήτημα των εκλογών η Ολομέλεια συζήτησε τη θέση που είχε πάρει η ΚΕ του ΕΑΜ στις 7 του Φλεβάρη 1946, δηλαδή αποχή από τις εκλογές, εφόσον δεν εξασφαλιστούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ελεύθερη έκφραση της θέλησης του λαού, αλλά δεν πήρε απόφαση. Εξουσιοδότησε το ΠΓ ν' αποφασίσει, αφού ζητήσει και τη γνώμη αδελφών κομμάτων, που ήταν βασικά κατά της αποχής. Παρ' όλα αυτά, το ΠΓ πήρε απόφαση για αποχή από τις εκλογές. Η απόφαση αυτή στηρίχθηκε στις διαπιστώσεις ότι, ένα χρόνο ύστερα από την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας, στην Ελλάδα δεν υπήρχε δημοκρατία ούτε εθνική ανεξαρτησία. Στο εσωτερικό επικρατούσε απόλυτα ο μοναρχοφασιστικός δωσιλογισμός, που πήρε την εξουσία αποκλειστικά και μόνο χάρη στη βίαιη ένοπλη επέμβαση.
Το παλαιοδημοκρατικό Κέντρο, που σχημάτισε κυβέρνηση με εντολή των Άγγλων, αρνήθηκε στην πράξη όλα όσα διακήρυχνε στα λόγια. Πρόδωσε ακόμα μια φορά τη δημοκρατία και πούλησε την εθνική λευτεριά και ανεξαρτησία. Με την ολόπλευρη εγγλέζικη υποστήριξη είχε επιβληθεί καθεστώς μονόπλευρου εμφύλιου πολέμου και φυσικής εξόντωσης των λαϊκών αγωνιστών, με σκοπό να στραγγαλιστεί η δημοκρατική θέληση του λαού και να στερεωθεί η κυριαρχία των ντόπιων και ξένων εκμεταλλευτών. Η δολοφονική δράση των συμμοριών της Δεξιάς ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο και κάθε όριο. Σ' αυτές τις συνθήκες, λεύτερες, τίμιες εκλογές ήταν αδύνατο να γίνουν. Οι εκλογές, που ετοιμάζονταν, θα ήταν μία απόπειρα «νομίμου» πραξικοπήματος και προσπάθεια εξαπάτησης της παγκόσμιας δημοκρατικής γνώμης. Η παρουσία ξένων παρατηρητών δε θα άλλαζε τη σκληρή πραγματικότητα. Απλώς θα έδινε μια νομιμοφάνεια στο εκλογικό πραξικόπημα. Οι διαπιστώσεις αυτές ήταν σωστές.
Η οριστική, όμως, απόφαση για αποχή αποδείχτηκε πως δεν ήταν αυτή που επιβαλλόταν. Γιατί, ενώ υπήρχε δυνατότητα πάλης τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα, αφέθηκαν εντελώς ασύδοτοι και ανεξέλεγκτοι οι εκλογομάγειροι ξένοι παρατηρητές, που αποκαλούνταν ειρωνικά «κουκουβάγιες», να εμφανίσουν την εκλογική δύναμη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ με το απαράδεκτο ποσοστό 9,3%. Επικράτησαν στις εκλογές οι μοναρχικές δεξιές δυνάμεις και αποκλείστηκε εντελώς η Αριστερά. Εξαπολύθηκε άγριος διωγμός ενάντια στους δημοκράτες που δεν πήραν μέρος στις εκλογές. Το «στίγμα» της αποχής τους κυνηγούσε για πολλά χρόνια. Είχε αναγορευτεί σε βασικό κριτήριο της «εθνικοφροσύνης» κάθε Ελληνα και Ελληνίδας.
Παίρνοντας υπόψη ότι, παρά την επέμβαση των Άγγλων και την αιματηρή τρομοκρατία που είχε εξαπολυθεί μετά τη Βάρκιζα, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ διέθεταν ακόμα μεγάλη πολιτική και ηθική επιρροή και οι δυνάμεις της αντίστασης, της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας παρέμειναν ισχυρές, μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιο ότι, με τη δραστηριοποίηση και κινητοποίησή τους θα ξεπερνιόνταν πολλά εμπόδια, θα έμπαινε κάποιος φραγμός στο τρομοκρατικό όργιο και θα εξασφαλιζόταν μια σημαντική εκπροσώπηση της Αριστεράς στο κοινοβούλιο. Αυτό το γεγονός θα της έδινε άλλες δυνατότητες για άσκηση πίεσης και ανάπτυξης της πάλης για την ομαλότητα και τη δημοκρατία.
Η νοθεία, η βία, οι επεμβάσεις μπορούσαν να καταγγελθούν και μετά τις εκλογές και να φανεί πιο καθαρά ακόμα και στους ταλαντευόμενους ότι δεν απέμενε άλλη λύση από τον ένοπλο αγώνα. Την απόφαση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ για αποχή φαίνεται να επηρέασαν και οι παραιτήσεις 15 υπουργών και υφυπουργών της κυβέρνησης Σοφούλη, στο διάστημα από 5 μέχρι και 29 του Μάρτη, σ' ένδειξη διαμαρτυρίας για την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα και την επίμονη άρνηση της αγγλικής κυβέρνησης να δεχτεί αναβολή των εκλογών. Η 2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ κατάγγειλε ότι «πρωταρχική αιτία για την ελληνική κακοδαιμονία είναι η επίσημη αγγλική πολιτική στην Ελλάδα, που καλλιέργησε το διχασμό και τον αλληλοσπαραγμό του ελληνικού λαού με την ενθάρρυνση της εθνοπροδοσίας και που καλύπτει, προστατεύει, οργανώνει, εξοπλίζει και καθοδηγεί τη μοναρχοφασιστική- πλουτοκρατική αντίδραση».[1] Και τόνισε ότι το ΕΑΜ έχει πρωταρχικό καθήκον να συνεχίσει την ακούραστη δουλειά του και να κάνει όλα όσα εξαρτώνται απ' αυτό για να εξασφαλίσει στην Ελλάδα την ομαλή δημοκρατική εσωτερική εξέλιξη. Ταυτόχρονα, όμως, υπογραμμιζόταν ότι το ΕΑΜ έπρεπε «αμέσως να πάρει όλα τα οργανωτικά-τεχνικά μέτρα», που θα επέτρεπαν στο λαό να αποκρούσει τη δολοφονική τρομοκρατία και να ματαιώσει τα φασιστικά σχέδια των εκμεταλλευτών. Ότι η εξοντωτική τρομοκρατία έπρεπε να αντιμετωπιστεί με τη μαζική λαϊκή αυτοάμυνα, αλλά «και με τα ίδια μέσα που χρησιμοποιούν οι δολοφόνοι»[2] (δηλαδή και με τα όπλα). Ότι «πρέπει στους εχθρούς μας να απαντήσουμε με τα ίδια σκληρά μέσα, αποφασιστικά και μέχρι τη νίκη».[3]
Όλες αυτές οι εκφράσεις άφηναν να εννοηθεί ότι, παράλληλα με την πολιτική δουλειά και τη μαζική πάλη για συμφιλίωση και δημοκρατική εξέλιξη, αποφασίστηκε και η έναρξη ένοπλου αγώνα. Η εντύπωση αυτή ενισχυόταν ακόμα πιο πολύ από το ότι, στην απόφαση που δημοσιεύτηκε, το σημείο 4 είχε μόνο αποσιωπητικά και όχι κείμενο. Υποστηρίχθηκε ότι στο σημείο αυτό υπήρχε η διατύπωση για την έναρξη του ένοπλου αγώνα. Αυτό, όμως, δεν επιβεβαιώθηκε από τα πραγματικά περιστατικά. Εκείνο που φαίνεται να ανταποκρίνεται στην αλήθεια είναι ότι τα αποσιωπητικά μπήκαν σκόπιμα για να προκληθούν υποψίες και ανησυχίες στους αντίπαλους και να ασκηθεί πίεση, ώστε να εγκαταλείψουν ή ν' αλλάξουν τα σχέδιά τους. Γεγονός πάντως είναι ότι στη διάρκεια των εργασιών της Ολομέλειας έγινε στρατιωτικοπολιτική σύσκεψη, στην οποία πήραν μέρος αξιωματικοί του ΕΛΑΣ και γραμματείς ΚΟ περιοχών. Στη σύσκεψη αυτή μίλησαν ο Ν. Ζαχαριάδης και ο στρατιωτικός του σύμβουλος Θ. Μακρίδης (Εκτορας).
Το θέμα, σύμφωνα με τα όσα γράφει ο Μάρκος Βαφειάδης, ήταν «ένοπλη εξέγερση και κατάληψη της εξουσίας στις τρεις μεγάλες πόλεις: Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη».[4] Απόφαση δεν πάρθηκε και ούτε έγινε λόγος στην Ολομέλεια για τη σύσκεψη. Η κατοπινή πορεία έδειξε ότι το πέρασμα στον ένοπλο αγώνα έγινε χωρίς σοβαρή, βασανιστική συλλογική συζήτηση στην ΚΕ ή έστω στο ΠΓ, χωρίς σαφείς οδηγίες στις κομματικές οργανώσεις, χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο και χωρίς γρήγορη και αποφασιστική έναρξη του αγώνα. Ακόμα και σε αξιωματικούς που ρωτούσαν αν έπρεπε να πάνε στους τόπους εκτόπισης ή να βγουν στο βουνό δε δινόταν απάντηση και αφήνονταν να «προτιμήσουν» την εκτόπιση. Ισως, αν δεν αποφασιζόταν η αποχή από τις εκλογές, η εξέλιξη να ήταν άλλη, διαφορετική, μολονότι η στρατιωτική παρουσία των Αγγλων στην Ελλάδα και τα σχέδιά τους για τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και τη συντριβή του λαϊκού κινήματος δεν άφηναν μεγάλα περιθώρια ομαλής πορείας. Αλλά, από τη στιγμή που αποφασίστηκε η ένοπλη πάλη, έπρεπε το πέρασμα να γίνει γρήγορα, με όλες τις δυνάμεις και αποφασιστικά, στη διάρκεια του 1946 και ως τα μέσα του 1947, τότε που η συγκρότηση του κρατικού μηχανισμού και του κυβερνητικού στρατού δεν είχε ολοκληρωθεί, δεν είχαν επέμβει ακόμα οι ΗΠΑ και η μεγάλη πλειοψηφία του λαού ήταν με το μέρος του Κόμματος και του ΕΑΜ. Αυτό δεν έγινε και η κατάλληλη χρονική περίοδος χάθηκε, γιατί, όπως αποδείχθηκε, στην ηγεσία του Κόμματος κυριαρχούσε τότε η αυταπάτη πως με μερικές ένοπλες ομάδες θα ασκούνταν πίεση στην αντίδραση και θα υποχωρούσε.
Την κρίσιμη εκείνη περίοδο (1946-1947) η ηγεσία παραβίασε κατάφωρα τον επαναστατικό κανόνα ότι δεν μπορείς να παίζεις με την ένοπλη εξέγερση. Γιατί, ενώ επίσημα το ΚΚΕ (και το ΕΑΜ) συνέχισε την πολιτική της δημοκρατικής ομαλότητας και της συμφιλίωσης, συγχρόνως υποστήριζε μόνο μερικώς τον ένοπλο αγώνα. Στην απόφαση για προοδευτική ανάπτυξη του ένοπλου αγώνα συνέβαλε και η άποψη ότι έτσι θα αποκλειόταν νέα στρατιωτική επέμβαση των Αγγλων. Όλα αυτά ήταν καθοριστικά για την πορεία και το άδοξο τέλος του νέου ένοπλου αγώνα, που διέφερε από την Εθνική Αντίσταση, γιατί ήταν περισσότερο ταξικός και βασικά εμφύλιος πόλεμος. Η 2η Ολομέλεια της ΚΕ πήρε θέση και σε άλλα ζητήματα. Ενα απ' αυτά ήταν οι οικονομικές συμφωνίες που υπέγραψε η κυβέρνηση Σοφούλη στο Λονδίνο με την αγγλική κυβέρνηση στις 24 του Γενάρη 1946. Οι συμφωνίες αυτές, που παρουσιάστηκαν σαν συμφωνίες «βοήθειας» στην Ελλάδα, χαρακτηρίστηκαν από την Ολομέλεια σαν συμφωνίες που ολοκλήρωναν το οικονομικό ξεπούλημα της χώρας στους Αγγλους και οδηγούσαν ακόμη πιο πολύ το λαό στην πείνα και την εξαθλίωση.
Ενα άλλο ζήτημα, στο οποίο πήρε θέση η Ολομέλεια, ήταν οι διαδόσεις σε βάρος του ΚΚΕ ότι «θέλει την αυτονόμηση της Μακεδονίας» και ότι «θέλει να την παραδώσει στους ξένους». Η Ολομέλεια κατάγγειλε ότι αυτονομιστική κίνηση στη Μακεδονία οργανωνόταν, χρηματοδοτούνταν και εξοπλιζόταν από τους Ελληνες μοναρχοφασίστες και τους Άγγλους αφέντες τους για να υποδαυλίζουν τις ανησυχίες και την ανωμαλία και να πραγματοποιήσουν τα ύποπτα σχέδιά τους τόσο στη χώρα μας όσο και στα Βαλκάνια. Η Ολομέλεια διακήρυξε πως το ΚΚΕ θεωρεί ιερά και απαραβίαστα τα σύνορα της χώρας μας, αποδοκιμάζει το ξενοκίνητο ύποπτο αυτονομιστικό κίνημα και καταγγέλλει τις καταδιώξεις και τις βιαιοπραγίες του επίσημου ελληνικού κράτους ενάντια στο σλαβόφωνο μακεδονικό πληθυσμό.
Η Ολομέλεια διαπίστωσε ότι το Κόμμα, μετά το 7ο Συνέδριο, παρουσίασε μια σημαντική άνοδο και βελτίωση σ' όλους τους τομείς: στην εσωκομματική του ανοικοδόμηση, στον ιδεολογικό του εξοπλισμό, στην πολιτική και μαζική του επίδοση. Ανάμεσα στα καθήκοντα που χάραξε ήταν και το καθήκον: «Να καταπολεμηθούν επίμονα, συγκεκριμένα - και συστηματικά οι διαστρεβλώσεις της θεωρίας μας, οι προσπάθειες, σκόπιμες είτε από άγνοια, για ιδεολογικό λαθρεμπόριο μέσα στις γραμμές μας.»[5] Με βάση τις αποφάσεις της 2ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ εντάθηκαν οι προσπάθειες για την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος, για τη συσπείρωση και την κοινή πάλη των δημοκρατικών δυνάμεων. Λίγες μέρες μετά την Ολομέλεια (1-8 του Μάρτη 1946), πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 8ο Πανελλαδικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ. Πήραν μέρος 1.800 αντιπρόσωποι και ο συνασπισμός του ΕΡΓΑΣ κατήγαγε συντριπτική νίκη. Γραμματέας της ΓΣΕΕ εκλέχτηκε ο Μήτσος Παπαρήγας, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου του Κόμματος. [6]
Μετά τη λήξη του Συνεδρίου, στις 10 του Μάρτη 1946, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, παρά τη ραγδαία βροχή, πλημμύρισαν το Παναθηναϊκό Στάδιο και διατράνωσαν τη θέληση τους να αγωνιστούν για ελεύθερες εκλογές, για τη δημοκρατία και την εθνική ανεξαρτησία. Σημαντικό γεγονός αποτέλεσε και το πρώτο Πανελλαδικό Δημοκρατικό Συνέδριο που συνήλθε στην Αθήνα στις 15 του Μάρτη. Πήραν μέρος 250 αντιπρόσωποι των δημοκρατικών συλλόγων όλης της χώρας. Στο ίδιο χρονικό διάστημα έγιναν μαζικές συγκεντρώσεις σ' όλες σχεδόν τις πόλεις με το σύνθημα: «Αποχή-Δημοκρατία-Ανεξαρτησία». Το ΚΚΕ, συνεχίζοντας την πάλη του για ομαλή, ειρηνική δημοκρατική εξέλιξη, με απόφαση του Π Γ της Κ Ε του στις 14 του Μάρτη 1946, πρότεινε στους ηγέτες του παλαιοδημοκρατικού Κέντρου κοινή εκλογική εμφάνιση, με κοινούς συνδυασμούς και με κατανομή των εδρών, που θα πετύχαινε ο συνασπισμός της δημοκρατίας 50 προς 50% ανάμεσα στην Αριστερά και το Κέντρο. Με την πρότασή του αυτή το ΚΚΕ έδειξε, για άλλη μια φορά, την προσήλωσή του στις ομαλές εξελίξεις.
Ο Σοφούλης, όμως, και οι άλλοι ηγέτες των κομμάτων του Κέντρου απέρριψαν την πρόταση. Στις 31 του Μάρτη 1946 έγιναν οι βουλευτικές εκλογές μέσα σε συνθήκες πρωτοφανούς βίας και νοθείας. Τις παρακολούθησαν 1.200 παρατηρητές του ΟΗΕ, χωρίς καμιά ουσιαστική παρέμβαση για παρεμπόδιση του απροκάλυπτου βιασμού της θέλησης του ελληνικού λαού. Αντίθετα, κάλυψαν το εκλογικό πραξικόπημα.
Στις εκλογές ψήφισαν μόνο 1.106.510, δηλαδή το 50% από τους 2.211.791 γραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους, που άλλωστε δεν ήταν αναθεωρημένοι και, συνεπώς, γνήσιοι. Κι όμως, η Επιτροπή του ΟΗΕ ανακοίνωσε ότι το ποσοστό αποχής της Αριστεράς ήταν 9,3%! Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν, το Λαϊκό Κόμμα με το οποίο συνεργάστηκε και ο Στυλιανός Γονατάς, πήρε 609.000 ψήφους και 205 έδρες, δηλαδή τη μεγάλη πλειοψηφία. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Σοφούλη 200.000 ψήφους και 48 έδρες. Και το Εθνικό Κόμμα του Ν. Ζέρβα 65.000 ψήφους και 20 έδρες. Επικράτησαν στις εκλογές οι αντιδραστικές δυνάμεις και πριν απ' όλα οι μοναρχικοί. Ανάμεσα στους βουλευτές που εκλέχτηκαν ήταν και γνωστοί συνεργάτες του κατακτητή, όπως ο Κώστας Παπαδόπουλος, αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας στο Κιλκίς, ο Κοσμάς Προκοπίδης, ο έξαλλος αντικομμουνιστής Κουλουμβάκης κ.ά. Στις 5 του Απρίλη σχηματίστηκε κυβέρνηση από τους Κ. Τσαλδάρη, I. Θεοτόκη, Μπέη Μαυρομιχάλη, Σ. Στεφανόπουλο, Στ. Γονατά, Απ. Αλεξανδρή, Γ. Παπανδρέου, Σ. Βενιζέλο και Π. Κανελλόπουλο, με πρωθυπουργό τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας Παναγιώτη Πουλίτσα.
Η κυβέρνηση αυτή παραιτήθηκε ύστερα από 10 μέρες και στις 14 του Απρίλη 1946 σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κ. Τσαλδάρη, που είχε εκλεγεί αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος. Με τις ψευτοεκλογές αυτές και τα αποτελέσματά τους μπήκαν νέα σοβαρά εμπόδια στο δρόμο για ομαλή δημοκρατική εξέλιξη της χώρας. Οι αγωνιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης και όλοι οι δημοκράτες σπρώχνονταν στο δρόμο της ένοπλης πάλης για να υπερασπιστούν τη ζωή τους, την τιμή και την αξιοπρέπειά τους, αλλά και την εθνική ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της πατρίδας. Η πρώτη σαφής προειδοποίηση έγινε την ίδια μέρα των εκλογών με την επίθεση ομάδας ενόπλων καταδιωκομένων αγωνιστών στο σταθμό χωροφυλακής Λιτόχωρου.
Ο Ν. Ζαχαριάδης, σε άρθρο του στο Ριζοσπάστη, εξήρε την επίθεση αυτή και, υπογραμμίζοντας τον προειδοποιητικό της χαρακτήρα, τόνισε ενδεικτικά ότι «θα γεμίσουν τα βουνά Μπαρουτάδες». [7] Οι αντίπαλοι θεώρησαν την επίθεση στο Λιτόχωρο σαν έναρξη του ένοπλου αγώνα και συνεπώς σαν μια σοβαρή προειδοποίηση για την άμεση προετοιμασία αποφασιστικής αντιμετώπισής του. Ο στρατηγός Θ. Τσακαλώτος έγραψε ότι «την νύκτα της 30-31 Μαρτίου του 1946 κάτω από τας σφαίρας των επαναστατών εις το Λιτόχωρον ήρχισεν η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» [8]. Και ο αντιστράτηγος Θωμ. Πετζόπουλος χαρακτήρισε την επίθεση στο Λιτόχωρο σαν την «πανηγυρικωτέρα διακήρυξη του ΚΚΕ ότι αρχίζει την ένοπλον εξέγερσιν».[9]
[1] Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμος έκτος, σελ. 177.
[2] Στο ίδιο, σελ. 178.
[3] Στο ίδιο, σελ. 178.
[4] Μάρκος Βαφειάδης, Απομνημονεύματα, τόμος 5ος, «Ο εμφύλιος», σελ. 82.
[5] Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμος έκτος, σελ. 183.
[6] Στην επταμελή Διοίκηση εκλέχτηκαν πέντε του ΕΡΓΑΣ, οι Δ. Παπαρήγας, Γ. Δημητρίου, Κ. Θέος, Ν. Αραμπατζής και Μαστρογιαννάκης. Τα άλλα δύο μέλη ήταν ο Δ. Στρατής και ο I. Καλομοίρης.
7] Ο Μπαρούτας ήταν επικεφαλής ομάδας καταδιωκομένων.
[8] Θρ. Τσακαλώτος, Δημοκρατία και ολοκληρωτισμός, σελ. 35.
[9] Θωμ. Πετζόπουλος, Τραγική πορεία, σελ. 77.