Δύο επιπλέον τροπολογίες για την ανακούφιση των εργαζομένων κατέθεσαν οι βουλευτές του ΚΚΕ στο ν/σ του υπουργείου Οικονομικών το λεγόμενο «μίνι φορολογικό» που συζητείται τη Δευτέρα στην Ολομέλεια, με τη διαδικασία του «κατεπείγοντος».
Για το «υπερπρονόμιο» του Δημοσίου σε πλειστηριασμούς
Η πρώτη τροπολογία προβλέπει την
κατάργηση των νομοθετικών ρυθμίσεων που ισχύουν από το 2013 και
προβλέπουν ότι το Δημόσιο προηγείται στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του,
σε περίπτωση πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων οφειλέτη του ή
πτώχευσής του, σε σχέση με τους εργαζόμενους του οφειλέτη, αλλά και των
Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.
Οπως σημειώνεται στην εισηγητική έκθεση της
τροπολογίας, η προτεινόμενη διάταξη επαναφέρει «το προγενέστερο της
καταργούμενης διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 33 ν. 4141/2013, ΦΕΚ
Α' 81/5-4-2013 καθεστώς, αναφορικά με την κατάταξη του Δημοσίου, σε
περίπτωση πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων οφειλέτη του ή πτώχευσης
του τελευταίου».
Οπως σημειώνεται, το καθεστώς αυτό είχε «οδηγήσει σε
ματαίωση κάθε δικαιώματος ή προσδοκίας των εργαζομένων του οφειλέτη ή
του πτωχού, αλλά και του οικείου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, για απόληψη
έστω ενός μέρους από τις οφειλόμενες αποδοχές ή τις αποζημιώσεις
απόλυσης ή, περαιτέρω, και των οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών».
Εξηγεί ότι «το υπερπρονόμιο του Δημοσίου για το ΦΠΑ (με τις
προσαυξήσεις), και μάλιστα τη στιγμή που το Δημόσιο έχει πολύ
περισσότερα μέσα για να το διασφαλίσει (δεσμεύσεις λογαριασμών, ποινική -
αυτόφωρη διαδικασία κλπ), καταλύει τη συνεισφορά και των ΦΚΑ στη
δημιουργία της περιουσίας αυτής του οφειλέτη και το μοναδικό μέσο
πιθανής πληρωμής τους». Ακόμα, «απλήρωτοι εργαζόμενοι επί ενάμιση ή και 2
χρόνια, που απολύονται από τον εργοδότη, αντιμετωπίζουν πλέον κίνδυνο
επιβίωσης σε περίπτωση ματαίωσης της εξόφλησής τους, λόγω του
υπερπρονομίου, το οποίο μάλιστα εκτείνεται και για το παρελθόν,
ανεξαρτήτως του πότε βεβαιώνεται».
Για την άδικη φορολόγηση μισθών και συντάξεων που εξοφλούνται σε μεταγενέστερο χρόνο
Με τη δεύτερη τροπολογία, προτείνεται
να αποκατασταθεί η αδικία σε βάρος εργαζομένων ή συνταξιούχων, στους
οποίους, ενώ οφείλονται μισθοί και συντάξεις, όταν τελικά εξοφλούνται σε
μεταγενέστερο χρόνο, τα ποσά αυτά φαίνονται στη φορολογική δήλωση ως
μεγάλα εισοδήματα, με αποτέλεσμα να φορολογούνται με υψηλούς
συντελεστές, ακόμα και 42%, ενώ η καταβολή εισφοράς αλληλεγγύης φτάνει
ως και 4%.
Τονίζεται ότι «στο άρθρο 8 παραγρ. 4 του νόμου
4172/2013 "Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος", ενώ γενικά αναγνωρίζει ως
χρόνο κτήσης του εισοδήματος και επομένως ως έτος φορολόγησης το χρόνο
που "ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωμα είσπραξής του", κατ' εξαίρεση για
τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές από μισθούς και συντάξεις που
εισπράττονται καθυστερημένα, σε έτος μεταγενέστερο από εκείνο που
αποκτήθηκε το δικαίωμα είσπραξης, σαν χρόνος απόκτησης "θεωρείται ο
χρόνος που εισπράττονται"». Η αδικία αυτή έχει προκύψει μετά από μια
σειρά τροποποιήσεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος για τις
ανείσπρακτες αποδοχές 2011, 2012 και 2013 και οριστικοποιήθηκε με τον
ισχύοντα κώδικα για τα εισοδήματα από το 2014 και μετά.
Στην εισηγητική έκθεση, επισημαίνεται πως «ήδη
χιλιάδες εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν πρόβλημα», καθώς ποσά «που αφορούσαν
στις αποδοχές του 2012 και 2013 και τα οποία έχουν τυχόν εισπραχθεί το
2014, προστίθενται στις τυχόν αποδοχές του 2014, οι οποίες εισπράχθηκαν
το 2014, με συνέπεια να δημιουργείται κατά περίπτωση επιβάρυνση από
υπερβάσεις, τόσο στα κλιμάκια για το φόρο εισοδήματος όσο και την ειδική
εισφορά αλληλεγγύης».
«Κρίνεται, λοιπόν, αναγκαίο, για την ανακούφιση
χιλιάδων μισθωτών και συνταξιούχων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, να
υπάρξει σχετική τροποποίηση του συγκεκριμένου άρθρου του Κώδικα
Φορολογίας Εισοδήματος, ώστε να προβλέπεται οι δεδουλευμένες αποδοχές
από μισθούς και συντάξεις, όταν εισπράττονται σε μεταγενέστερο χρόνο, να
ανάγονται και να φορολογούνται στο έτος που αφορούν, δηλαδή στο έτος
που γεννήθηκε το δικαίωμα είσπραξής τους, με υποβολή συμπληρωματικής -
τροποποιητικής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος», με την οποία να
διατηρείται το δικαίωμα μείωσης του φόρου στο ακέραιο (άρθρο 16, ν.
4172/2013), με την προσκόμιση των προβλεπόμενων αποδείξεων.