Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Εργατική τάξη και φασισμός

Η στερεότυπη έκφραση ότι η ιστορία γράφεται από τους νικητές είναι αληθής όσο είναι και η έκφραση ότι μπορεί να επαναλαμβάνεται. Η αντίφαση όμως είναι πως η επανάληψη αυτή αφορά στα πραγματικά ιστορικά δεδομένα και όχι στο ιστορικό αφήγημα που επικράτησε από την καταγραφή της από τον κυρίαρχο-νικητή.

Ο φασισμός προβλήθηκε τη δεκαετία του ‘30 ως μία μορφή διακυβέρνησης που «στέκεται πάνω και από τις δύο τάξεις, το προλεταριάτο και την αστική τάξη» όπως έλεγε ο Όττο Μπάουερ ή ως «το αποτέλεσμα της εξέγερσης των μικροαστικών στρωμάτων που κατέλαβαν την κρατική μηχανή» σύμφωνα με τον Άγγλο σοσιαλιστή Μπρέηλσφορντ. Σήμερα λίγα έχουν αλλάξει. Ιστορικά, ο φασισμός απέδειξε ότι δεν είναι τίποτε άλλο από την τρομοκρατική καταπίεση των εργαζομένων και δεν θα σταθούμε στο  προφανές, δηλαδή το σωβινισμό που προάγεται και καλλιεργεί το μίσος ανάμεσα στους λαούς.


Η ρητορική του μίσους βρίσκει ευήκοα ώτα στα στρώματα της κοινωνίας που ύστερα από μία μακρόχρονη περίοδο σήψης και προπαγάνδας από την κυρίαρχη αντίληψη, έχει αναπτύξει Ηθικές που ευνοούν την ακροδεξιά στροφή. Ιδιαίτερα την επαύριον του Τέλους της Ιστορίας που βιώνουμε σήμερα, η αντίσταση στο φαινόμενο είναι δυσκολότερη και σίγουρα λιγότερο συντεταγμένη. Το φαινόμενο της στροφής προς την Ακροδεξιά που παρατηρείται στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες έχει πολλά αίτια, που σε κάθε περίπτωση εξαρτώνται από τις κατά τόπους οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Η αυταρχικότητα της ΕΕ για παράδειγμα δεν επιδρά στην εκλογή του Μπολσονάρο στη Βραζιλία. Όμως μπορούν να απομονωθούν κάποια κοινά χαρακτηριστικά του φαινομένου, που τη δεδομένη στιγμή είναι υπαρκτά, τόσο ως προς τις συνθήκες όσο και ως προς την ακροδεξιά ρητορική.

Μία ενδιαφέρουσα διάσταση αφορά στο αφήγημα της επικράτησης του φασισμού ως ιστορικής ανάγκης, έπειτα από την «εξέγερση των μικροαστών». Η εξιστόρηση των γεγονότων της Δημοκρατίας τη Βαϊμάρης, όπως γίνεται από τον κυρίαρχο-νικητή, ιδιαίτερα μετά από την ένωση των Γερμανιών και της επιβολής της δυτικής ιστοριογραφίας, προσπαθούν να πιστοποιήσουν, όχι απλά την άνευ όρων επικράτηση του ναζισμού, αλλά και την ιστορική αναγκαιότητα της επικράτησής του. Οδηγούν επομένως στη νομιμοποίηση των εορταστικών εκδηλώσεων των νοσταλγών καθώς και στην “ιδεολογική παλινόρθωση” σε νησίδες του κοινωνικού ιστού. Ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας σήμερα είναι αντίστοιχος με εκείνον που έπαιξε και τη δεκαετία του ‘30 στη Γερμανία, καθώς όπως και τώρα, όχι μόνο δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να διαδοθεί η ακροδεξιά προπαγάνδα, αλλά με τις πολιτικές της διέσπασε την εργατική τάξη, καθιστώντας την ευάλωτη και περιορίζοντας τις δυνατότητες αντίστασης.  

Σοσιαλδημοκρατία και εργασία στη Βαϊμάρη

Το 1924 ξεκινά η προσπάθεια Ορθολογικοποίησης της γερμανικής παραγωγής, καθώς με μία νομισματική μεταρρύθμιση αλλά και τη βοήθεια, κυρίως των ΗΠΑ, η χώρα βγαίνει από τον τεράστιο πληθωρισμό που αντιμετώπιζε ως τότε. Η Χρυσή Εποχή της Βαϊμάρης ξεκινάει καθώς η παραγωγικότητα στη βαριά βιομηχανία αυξάνεται κατά 30%, ενώ στο τομέα των καταναλωτικών αγαθών η αύξηση αγγίζει το 25%. Τα αποτελέσματα της οικονομικής ανάπτυξης δεν τα απόλαυσαν όμως όλοι. Οι μισθοί, σε μέσες τιμές, κυμαίνονταν στα επίπεδα του 1913. Παράλληλα ξεκίνησαν οι διωγμοί των κομμουνιστών από τα εργοστάσια, με την ταυτόχρονη επικράτηση των μελών του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, με αποτέλεσμα το 1931 το 80% των μελών του ΚΚ να είναι άνεργοι. Η «συνεννόηση» της σοσιαλδημοκρατίας με την εργοδοσία ενίσχυσε περαιτέρω το διωγμό των κομμουνιστών από τα εργοστάσια ενισχύοντας ταυτόχρονα τη θέση τους ανάμεσα στους άνεργους.

Η διαμάχη ανάμεσα στο Σοσιαλδημοκρατικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα, τα δύο κυρίαρχα κόμματα της εργατικής τάξης, ήταν έντονη. Σε αντίθεση με τους σοσιαλδημοκράτες που θεωρούσαν την κυβέρνηση της Βαϊμάρης αποτέλεσμα των διαχρονικών λαϊκών διεκδικήσεων, οι κομμουνιστές δεν έπαψαν να επιδιώκουν στην ανατροπή της και τη μετατροπή της Γερμανίας σε ένα κράτος στα πρότυπα της Σοβιετικής Ένωσης. Η αιματηρή κατάληξη της επανάστασης των Σπαρτακιστών και ο ρόλος της κυβέρνησης του σοσιαλδημοκράτη Έμπερτ, με τη δολοφονία του Λίμπνεκτ και της Λούξεμπουργκ, είχε καθορίσει τη στάση των κομμουνιστών. Η ρήξη ολοκληρώθηκε το 1929, μετά από τις βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στην αστυνομία και τα μέλη του ΚΚ με αφορμή τον εορτασμό της πρωτομαγιάς, έπειτα από εντολή της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης, για απαγόρευση των εορτασμών. Τα αιματηρά γεγονότα οδήγησαν σε πολλούς νεκρούς και τραυματίες, στο σύνολό τους μέλη του ΚΚ, ρίχνοντας κάθε γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο κόμματα.

Η περίοδος της Ορθολογικοποίησης είχε επιφέρει αλλαγές στη δυναμική της εργατικής τάξης. Σε αντίθεση με την τάση της εποχής, της παραγωγής στο μοντέλο του φορντικού εργοστασίου, που προϋπέθετε την συγκεντροποίηση παραγωγικών δυνάμεων, στη δημοκρατία της Βαϊμάρης συντελέστηκε ένας εκσυγχρονισμός της εργασίας με τον κατακερματισμό σε μικρότερες παραγωγικές δομές. Ο κατακερματισμός της εργασίας δεν είχε προκαπιταλιστικά στοιχεία αλλά προκύπτει σαν εξέλιξη της αποκέντρωσης της παραγωγής του σύγχρονου εργοστασίου.  Ως αποτέλεσμα το 1930, το 50% της εργατικής δύναμης απασχολούνταν σε βιοτεχνίες με λιγότερους από 10 υπαλλήλους, έναντι του 34% το 1925. Επιπλέον, το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων εργατών αυξήθηκε την ίδια περίοδο από 15,9% σε 16.4%. Την εποχή εκείνη εμφανίζεται στη Γερμανία και ο όρος,  Lohnarbeit wechselnder Art. Πρόκειται για “ευέλικτους” εργάτες που μετακινούνταν συνεχώς σε διαφορετικούς κλάδους, αλλάζοντας την μέχρι τότε προσέγγιση της σχετικής εξειδίκευσης, και αφορούσε κυρίως ανειδίκευτους εργάτες αλλά και ειδικευμένους που θα μπορούσαν να πουλήσουν την εξειδίκευσή τους ακριβότερα σε κάποιον άλλο κλάδο. Η σύνθεση της εργατικής τάξης, ως αποτέλεσμα της Ορθολογικοποίησης, κάνει δυσκολότερη την προσπάθεια για απόκτηση ταξικής συνείδησης, ιδιαίτερα από τη μεριά του ΚΚ που δεν μπορεί να δράσει με την ίδια ευκολία στο νέο κατακερματισμένο πεδίο.

Η κρίση ξέσπασε το 1930 έπειτα από το μεγάλο κραχ της Wall Street. Η ανεργία εκτινάχτηκε και οι σχετικές έρευνες έχουν φέρει στο φως τόσο την επίσημη – δηλωμένη – ανεργία, όσο και την κρυμμένη, καθώς υπήρχε ένας πολύ σημαντικός αριθμός ανθρώπων που δεν λογίζονταν ως άνεργοι, αν και ήταν τέτοιοι ακριβώς. Οι αριθμοί είναι σοκαριστικοί:

4.115.000 άνεργοι στο τέλος του 1930, με το 32,5% αυτών να μην δικαιούνται κανένα επίδομα.

5.943.000 άνεργοι το 1931, με το 33,5% χωρίς επίδομα

6.704.000 άνεργοι το 1932, με το 37,4% χωρίς επίδομα

7.781.000 άνεργοι το 1933, με το 31,6% χωρίς επίδομα.

Μία επιπλέον διαστρωμάτωση μέσα στην εργατική τάξη έχει πλέον διαμορφωθεί μετά την κρίση, καθώς οι άνεργοι αποτελούν πλέον ένα πολύ μεγάλο κομμάτι, με δεδομένο ότι οι περισσότεροι είναι μακροχρόνια άνεργοι. Ο διαμερισμός εντεινόταν και ανάμεσα στους ανέργους, ανάλογα με το είδος του κρατικού επιδόματος που δικαιούνταν.

Κράτος πρόνοιας

Η Πρόνοια στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε έναν ιδιάζοντα ρόλο, που με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη της κρίσης μετέβαινε σε έναν ολοένα και περισσότερο ελεγκτικό ρόλο . Από το 1927, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε θεσπίσει επιδόματα για τους ανέργους, σε μια προσπάθεια δημιουργίας Κράτους Πρόνοιας. Το Βασικό Επίδομα Ανεργίας (Arbeitslosenunterstützung (ALU)) που μοιάζει αρκετά με το επίδομα ανεργίας στη μορφή που είναι και στις μέρες μας. Αφορά ανέργους που είχαν καταβάλει τις οικονομικές τους εισφορές κατά μία μακρά περίοδο εργασίας. Το δεύτερο ήταν το Επίδομα Στήριξης Κρίσης (Krisenunterstützung (KRU)) και αφορούσε περιπτώσεις που έκλειναν εργοστάσια ή επιχειρήσεις σε συγκεκριμένες περιοχές που αντιμετώπιζαν ειδικά οικονομικά προβλήματα. Δινόταν ως αποζημίωση απόλυσης, για εργάτες που δεν πληρούσαν τα κριτήρια του ALU. Το τρίτο επίδομα, που ήταν θεσπισμένο από το 1924 ήταν το Επίδομα Κοινωνικής Πρόνοιας (Wohlfahrtsunterstützung (WU)) και θα μπορούσε να ονομαστεί και νόμος για τους φτωχούς. Το επίδομα αυτό, σε αντίθεση με τα δύο παραπάνω που καταβάλλονταν από την κεντρική κυβέρνηση,  καταβαλλόταν από τους Δήμους και αφορούσε όσους δεν πληρούσαν τα κριτήρια για τα άλλα δύο επιδόματα. Βρισκόταν στη διακριτική ευχέρεια των τοπικών συμβουλίων η καταβολή του, που είχε και έναν επιπρόσθετο χαρακτήρα. Πρακτικά θεωρείτο δάνειο καθώς όποιος λάμβανε το επίδομα όφειλε να το αποπληρώσει όταν θα έβρισκε εργασία.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης η ανεργία εξελίχθηκε σε μαζικό φαινόμενο μακράς διάρκειας και ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός εργατών υπαγόταν πλέον στην τρίτη κατηγορία του επιδόματος κοινωνικής πρόνοιας, με την επιβίωσή τους να εξαρτάται από τα υποκειμενικά κριτήρια που έθεταν οι τοπικές αρχές. Η διαδικασία του ελέγχου ώστε να ξεκινήσει η χορήγηση του WU προσέφερε μία σημαντική βάση δεδομένων στο μετέπειτα ναζιστικό καθεστώς, καθώς προϋπέθετε ατομική συνέντευξη και καταγραφή της κατάστασης του αιτούντα (οικογενειακή, οικονομική, πολιτική). Οι τελευταίες κυβερνήσεις της Βαϊμάρης με πρόσχημα την «ανάγκη για μείωση του δημόσιου ελλείμματος» χρησιμοποίησαν το σύστημα Πρόνοιας αποκλείοντας συγκεκριμένες ομάδες από τα επιδόματα, όπως οι νέες γυναίκες που δεν είχαν παιδιά, οι απείθαρχοι ή οι ασθενικοί εργάτες, προτάσσοντας άλλες ομάδες, για να επιφέρουν έτσι επιπλέον κατακερματισμό της εργατικής τάξης.

Σε πολλές περιπτώσεις γινόταν απευθείας παρακράτηση των οφειλών των δικαιούχων, όταν ο δανειστής το ζητούσε. Σε περιοχές που διέμεναν άνεργοι, το μοναδικό μέσο αντίστασης που διέθεταν ήταν η αποχή από το ενοίκιο. Έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα που κατοικούνταν από συνταξιούχους ή ανέργους που λάμβαναν το επίδομα, προέβησαν σε στάση πληρωμών του ενοικίου ως αντίδραση στην εγκατάσταση πυρήνων του ναζιστικού κόμματος σε κεντρικά κτήρια. Έπειτα από μήνες αποχής από το ενοίκιο, ο ιδιοκτήτης έχει λάβει παραπάνω από το 80% των ενοικίων, κυρίως μέσω της απευθείας καταβολής τους από τα παρακρατηθέντα επιδόματα, ακυρώνοντας την προσπάθεια διαμαρτυρίας.

Τέλος, υπήρχε και ένα μεγάλο ποσοστό ανέργων, όπως αποτυπώνεται παραπάνω, που αρνήθηκε να υποβληθεί στη διαδικασία αίτησης για το επίδομα.

Η κληρονομιά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στον Χίτλερ

Η κυβέρνηση του Χίτλερ βασίστηκε στο προηγούμενο νομικό καθεστώς για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανεργίας. Το 1933 ψηφίζεται ο «Νόμος για την αντιμετώπιση της Ανεργίας» (Gesetz zur Verminderung von Arbeitslosigkeit) που θεσμοθέτησε την καταναγκαστική εργασία των πρώτων χρόνων της διακυβέρνησης του. Η βάση του νόμου αυτού ήταν ο νόμος του 1924 που εισήγαγε την κοινωνική ασφάλιση για τους φτωχούς. Εισήχθη τότε η άμισθη εργασία, έξω από το ισχύων νομικό πλαίσιο που ρύθμιζε τις εργασιακές σχέσεις, παρέχοντας μόνο παροχές σε είδος (τροφή και στέγη). Στα πλαίσια του εκτενούς προγράμματος δημοσίων έργων, απορροφήθηκαν περισσότερα από 5,5 εκατομμύρια ανέργων σε δύο χρόνια, με το καθεστώς της αναγκαστικής εργασίας. Υπό την έννοια της ενίσχυσης των κρατικών επενδύσεων για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, το ναζιστικό καθεστώς εφάρμοσε μεθόδους που ανάγονται στον Κέυνς. Όμως η οποιαδήποτε συσχέτιση της εργασιακής πολιτικής με τον Κεϋνσιανισμό σταματά εκεί. Οι εργασιακές συνθήκες ήταν πλήρως στρατιωτικοποιημένες, πατώντας στην εξαθλίωση των ανέργων και στον καταναγκασμό. Τα εργασιακά δικαιώματα αυτών των εργαζομένων δεν προστατεύονταν από νόμους και συνθήκες. 

Σχετικά με τη βιομηχανία, η πολιτική των Ναζί έτεινε προς τη συγκεντροποίηση καθώς μέσω διαταγμάτων αποθάρρυναν τους αυτοαπασχολούμενους και τους τεχνίτες από την άσκηση του επαγγέλματός τους και ταυτόχρονα προωθούσαν την απασχόληση σε μεγάλα εργοστάσια. Εκεί σημειώθηκε επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου έως και τις 80 με 110 ώρες την εβδομάδα. Αυτό έγινε αποδεκτό καθώς ο συνδυασμός ανεργίας και χαμηλών μισθών στις υπερωρίες ως μονόδρομο για τη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς εισοδήματος.

Ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ είχε κάνει τη διαπίστωση άλλωστε, πως όσα έκανε ο Χίτλερ ήταν σύμφωνα με το νόμο.

Κλείνοντας….

Η παράλληλη παρατήρηση της εποχής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με τη σημερινή, θέλει ιδιαίτερη προσοχή. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες, με κάποιες να αποτυπώνονται παραπάνω, αλλά υπάρχουν και πολλές διαφορές. Η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης και ενός ισχυρού σημείου αναφοράς για την εργατική τάξη είναι αναμφίβολα η σημαντικότερη διαφορά. Η παγκοσμιοποίηση είναι πλέον η μεγάλη κατάκτηση του καπιταλισμού, με την επόμενη συστημική κρίση να έχει απρόβλεπτες συνέπειες για τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Η άνοδος της ακροδεξιάς και του φασισμού όμως εξυπηρετεί διαχρονικά το ίδιο το σύστημα και τρέφεται από τη μετριοπάθεια των πολλών. Η παθητικότητα των μαζών και η αναζήτηση σωτήρων επιτείνει αυτό το φαινόμενο. Στη Γερμανία της Βαϊμάρης, η εργατική τάξη είχε σε μεγάλο βαθμό επίγνωση του κινδύνου που πλησίαζε και έγινε προσπάθεια να πολεμήσει το φαινόμενο. Δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν οι ενέργειες και οι – όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια – μάταιες δράσεις. Η επικράτηση του φασισμού στη χώρα που τελικά κυριάρχησε έγινε στα πλαίσια ενός περιβάλλοντος που από τη μία πλευρά τον ευνοούσε αλλά από την άλλη ήταν διατεθειμένη να τον πολεμήσει, και το έκανε, μέχρις εσχάτων. Είμαστε σήμερα έτοιμοι για αυτό;

ημεροδρομος