Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Σχετικά με την πληρωμή της ανεκτέλεστης άδειας προηγουμένου έτους

Επειδή πολλοί συνάδελφοι από την έλξη και την κίνηση μας ρωτούν για το τι ισχύει με την πληρωμή της  ανεκτέλεστης κανονικής άδειας προηγουμένου έτους  θέλουμε να εκφράσουμε την αποψή μας   αλλά και να ξεδιαλύνουμε μερικά μυθεύματα που κατά καιρούς έχουν κυκλοφορήσει τόσο στους χώρους εργασίας αλλά και στο διαδίκτυο.
(Ξεκάθαρη θέση μας είναι ότι η κανονική άδεια πρέπει να εκτελείται κανονικά κάθε χρόνο και να μην μένει μέρος της ανεκτέλεστο.)


  1. Το θέμα της μη μεταφοράς της  κανονικής άδειας  σε επόμενο έτος έχει ξεκαθαρίσει με απόφαση της δικαιοσύνης εδώ και χρόνια.
  2. Όλοι οι συνάδελφοι πρέπει να ζητούν να εκτελέσουν την άδεια τους εντός του έτους.Αν η διεύθυνση προσωπικού  για κάποιο λόγο αρνηθεί την χορήγηση άδειας  στον εργαζόμενο τότε από την  ημέρα που  ο εργαζόμενος καταθέσε  το αίτημα εκτέλεσης αδείας  εντός διμήνου πρέπει να του χορηγηθεί  η άδεια . 
  3. Με την κατάθεση    από πλευράς του εργαζομένου α) του σχετικού εντύπου για τον  προγραμματισμό χειμερινής άδειας αλλά και  β) της κατάρτισης των γκρουπ των καλοκαιρινών άδειων  (πχ όπως γίνεται στα μηχανοστάσια) είναι ξεκάθαρο ότι η μη χορήγηση της άδειας είναι με ευθύνη του εργοδότη .
  4. Δεν κατανοούμε τον λόγο που το σωματείο της ΠΕΠΕ «διαχειρίζεται» αιτήσεις συναδέλφων για πληρωμή της κανονικής άδειας που δεν τους  χορηγήθηκε.Τι δουλειά έχει το σωματείο να κάνει τον ταχυδρόμο των αιτήσεων;
  5. Δεν κατανοούμε το περιεχόμενο αίτησης που είχε αποσταλεί από την διεύθυνση προσωπικού με συγκεκριμένους όρους  και προυποθέσεις  για να πληρωθεί  ο εργαζόμενοςτην άδεια προηγουμένου έτους.Αν ο εργαζόμενος (και  όχι με την αίτηση που του εστάλη ) αλλά  με απλή αναφορά του προς την διεύθυνση προσωπικού  ζητούσε την πληρωμή της άδειας προηγούμενου έτους  όπως προβλέπεται από την νομοθεσία θα υπήρχε άρνηση από την διεύθυνση προσωπικού;Μήπως κάποιοι επιδίωξαν την απαλλαγή των ευθυνών τους ;
  6. Για ποιο λόγο η πληρωμή της άδειας γίνεται σε διμηνιαίες δόσεις ;

Τώρα επειδή το τελευταίο διάστημα κυκλοφορεί  είδηση που αφορά  την απόφαση  του Αρείου Πάγου κατά την οποία απαγορεύεται η μεταφορά της θερινής άδειας στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη.


 Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της ετήσιας άδειας του πρώτου, που δεν του χορηγήθηκαν από τον εργοδότη στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη με συνέπεια να είναι ανίσχυρη (άκυρη) κατά τα άρθρα 174 και 180 του Αστικού Κώδικα τέτοια συμφωνία και ο εργοδότης, ο οποίος δεν χορήγησε πλήρη την κανονική άδεια στο μισθωτό του, κατά τη διάρκεια του έτους που αυτή αφορά, να είναι υποχρεωμένος, από το τέλος του αντίστοιχου έτους, να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες προς τις ημέρες αυτές αποδοχές αδείας, και μάλιστα με προσαύξηση κατά 100% σε περίπτωση υπαιτιότητάς του, μη δυνάμενος να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη υποχρέωσή του προς το μισθωτό με τη χορήγηση σ' αυτόν των παραπάνω ημερών αδείας και τον συμψηφισμό αυτών προς το ανύπαρκτο σύνολο ήδη συσσωρευμένων ημερών άδειας περασμένων ετών, που δεν του χορηγήθηκαν. Επίσης, αναφέρεται ότι, για τη θεμελίωση της αξίωσης του μισθωτού προς λήψη της κατά 100% προσαύξησης, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν του την χορήγησε.

Με βάση λοιπόν αυτά  δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό από όσα είναι μέχρι σήμερα γνωστά από τις σχετικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.

Συγκεκριμένα:

Η αξίωση λήψης των αποδοχών και του επιδόματος άδειας, καθώς και της προσαύξησης 100% επί άρνησης χορήγησης της άδειας υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 εδάφιο 17 του Α.Κ..

Η μη χορήγηση αδείας αναψυχής, η μη καταβολή αποδοχών και επιδομάτων αδείας που αποτελούν μισθολογικές παροχές, η παράλειψη τακτικής ασφαλίσεως στο Ι.Κ.Α. αλλά και η άρνηση καταβολής του υπολοίπου της συμφωνημένης πρόσθετης αμοιβής για πρόσθετη εργασία του, αποτελούν μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας (Εφετείο Δωδεκανήσου 225/2005).

Ο εργοδότης εφόσον εκ προθέσεως δεν χορήγησε την άδεια υπέχει και ποινική ευθύνη κατά την παρ.7 του άρθρου 5 του Α.Ν.539/1945 σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στο άρθρο 28 του Ν.3996/2011.

Σε περιπτώσεις παραβάσεων της εργατικής νομοθεσίας σχετικές με την ετήσια κανονική άδεια και ανάλογα με το είδος της παράβασης και το βαθμό σοβαρότητας αυτής ακολουθείται η διαδικασία για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων βάσει του άρθρου 24 του Ν.3996/2011 και της Υ.Α.2063/Δ1 632/2011.

Επιπρόσθετα, είναι όμοιο το σκεπτικό και το κείμενο της απόφασης 1234/2003 του Αρείου Πάγου με την οποία ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι «η προβλεπόμενη από τον α.ν. 539/1945 ετήσια (κανονική) άδεια πρέπει να χορηγείται στο μισθωτό οπωσδήποτε μέσα στο έτος στο οποίο αφορά και δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του τελευταίου και του εργοδότη, η μεταφορά αυτής εν όλω ή εν μέρει στο επόμενο ή σε μεθεπόμενα έτη. Κατά συνέπεια, η μεταφορά των παραπάνω ημερών άδειας που δεν χορηγήθηκε στον αναιρεσείοντα, έστω και με τη συναίνεση αυτού, στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη είναι ανίσχυρη (άκυρη), η δε αναιρεσίβλητη, που, από το τέλος κάθε έτους στο οποίο αφορούσαν οι εν λόγω ημέρες άδειας, ήταν υπόχρεη στην καταβολή α) των αντίστοιχων προς τις ημέρες αυτές αποδοχών άδειας, με προσαύξηση αυτών κατά 100%, σε περίπτωση υπαιτιότητάς της για τη μη χορήγηση της άδειας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του α.ν. 539/1945 όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/1957, και β) του αντίστοιχου μέρους του επιδόματος άδειας, δεν μπορούσε να εκπληρώσει την εν λόγω υποχρέωση αυτής προς τον αντίδικό της με τη χορήγηση σε αυτόν των παραπάνω ημερών άδειας (πέρα από την άδεια αυτού, του έτους 1997) και το συμψηφισμό αυτών προς το πιο, πάνω (ανύπαρκτο) σύνολο συσσωρευμένων ημερών άδειας περασμένων ετών.».

Με βάση τα ανωτέρω,  το συγκεκριμένο θέμα περί απαγόρευσης μεταφοράς της θερινής άδειας, το οποίο τις τελευταίες ημέρες είναι μία είδηση που παρουσιάζεται κάτι νέο, είναι ένα θέμα το οποίο αντιμετωπίζεται έτσι και με τα σημερινά ισχύοντα από την εργατική νομοθεσία και είναι κάτι για το οποίο έχει αναφερθεί ο Άρειος Πάγος με παλαιότερη απόφασή του και πιο συγκεκριμένα με την προαναφερθείσα 1234/2003 (Β2` Πολιτικό Τμήμα).



Η πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου αφορά σε υπόθεση η οποία ουδεμία σχέση έχει με την μεταφορά αδείας σε επόμενο ή μεθεπόμενα έτη.  



Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης: 

Εργαζόμενος είχε προσληφθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως οδηγός - πωλητής προϊόντων. Συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που συνέβη σε ώρα εργασίας κατά την οδήγηση του αυτοκινήτου που του είχε παραχωρήσει η επιχείρηση, τραυματίσθηκε και είχε μακρά αναρρωτική άδεια, από 9-8-2013 μέχρι 11-5-2014. Μετά την επάνοδό του από την άδεια αυτή, την 12-5-2014, η επιχείρηση κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας και κατέβαλε σε δόσεις την προσήκουσα αποζημίωση απολύσεως. Ο εργαζόμενος άσκησε αγωγή και αξίωσε επίσης αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας του έτους της απόλυσής του.
Το ειρηνοδικείο επιδίκασε στον εργαζόμενο το ποσό της αδείας και του επιδόματος που αυτός αξίωσε και στη συνέχεια η επιχείρηση άσκησε έφεση ισχυριζόμενη ότι ο εργαζόμενος ξεπέρασε τα όρια της βραχείας αναρρωτικής αδείας και κατά συνέπεια δεν δικαιούτο άδεια αναψυχής για το έτος 2014. Κατά συνέπεια δεν δικαιούτο ούτε αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας, διότι οι παροχές αυτές συνιστούν παρακολούθημα του δικαιώματος του εργαζόμενου να λάβει την ετήσια άδεια αναψυχής και δεν νοούνται οφειλόμενες από τον εργοδότη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος, για οποιοδήποτε νόμιμο λόγο, δεν δικαιούται κανονική άδεια.  Επί της εφέσεως εκδόθηκε απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η έφεση της επιχείρησης και επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση.
Στη συνέχεια η επιχείρηση άσκησε αίτηση αναίρεσης της ως άνω αποφάσεως του Πρωτοδικείου και η υπόθεση κατέληξε στον Άρειο Πάγο, οι δικαστές του οποίου ανέπτυξαν ορισμένα ενδιαφέροντα σκεπτικά, κατ' ουσίαν όμως παρέπεμψαν την υπόθεση στην Πλήρη Ολομέλεια. 


ΛΟΚΟΜΟΤΙΒΑ