«Ευελιξία» παντού
Η αφιέρωση και του προχτεσινού εβδομαδιαίου δελτίου του ΣΕΒ στις «ευέλικτες μορφές απασχόλησης» μόνο τυχαία δεν είναι. Οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου προπαγανδίζουν - και δεν το κρύβουν - ότι η εμπέδωση και η επέκταση της «ευελιξίας» σε όλο το μήκος και πλάτος της αγοράς εργασίας αποτελούν στρατηγική αναγκαιότητα, προκειμένου να υπηρετηθεί ο στόχος της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρήσεών τους.
Οι διακηρύξεις τους ότι ενδεχόμενη επιστροφή στην «προ μνημονίων εποχή» αποτελεί κίνδυνο για την ανάκαμψη της οικονομίας και οι προκλητικοί τους ισχυρισμοί πως «η ευελιξία προστατεύει την απασχόληση» υπηρετούν αυτόν ακριβώς το στρατηγικό στόχο.
Την ίδια στιγμή - όπως και οι ίδιοι ομολογούν - γίνεται φανερό ότι αυτό που ονομάζεται «ευελιξία» δεν περιορίζεται μόνο στη μορφή των συμβάσεων μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας...
Οι ανατροπές στην αγορά εργασίας, που μάλιστα άρχισαν να εισάγονται σταδιακά ακόμα από τη δεκαετία του 1990, με τη «Λευκή Βίβλο» της ΕΕ, και πήραν στη χώρα μας τη μορφή χιονοστιβάδας τα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης, εξόπλισαν τους καπιταλιστές με ένα ισχυρό οπλοστάσιο απέναντι στην εργατική τάξη. Δίπλα στις «παραδοσιακές» μορφές ευελιξίας, οι οποίες βέβαια επεκτάθηκαν, προστέθηκαν και άλλες, μετατρέποντας σε πολλές περιπτώσεις τις συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης και αορίστου χρόνου σε «αδειανό πουκάμισο».
Σε αυτό συνέτειναν παλιά και νέα μέτρα όπως: Η δυνατότητα που δόθηκε στους εργοδότες να απολύουν πιο εύκολα μέσα και από την αύξηση του ποσοστού των απολύσεων, αλλά και στη μείωση της αποζημίωσης που δικαιούνταν ο εργαζόμενος. Η αύξηση της «δοκιμαστικής περιόδου» από τους 2 στους 12 μήνες και άρα η ανακύκλωση των εργαζομένων χωρίς κανένα κόστος για τις επιχειρήσεις. Η παραπέρα υπονόμευση του σταθερού ημερήσιου και εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας (8ωρο, 5θήμερο, 40ωρο), καταρχήν με την αύξηση της υπερωριακής απασχόλησης, που και αυτή έγινε πιο φτηνή, μέχρι τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε 4μηνη, 6μηνη ακόμα και ετήσια βάση.
Ετσι, φτάσαμε στο σημείο η τεράστια υποαπασχόληση, η οποία φτάνει τουλάχιστον στο 30% του συνόλου της μισθωτής εργασίας και πάνω από το 60% στις νέες συμβάσεις, να συνυπάρχει με μια εξίσου απάνθρωπη υπερεργασία, ανάλογα πάντα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων. Γι' αυτήν την κατάσταση, που αυξάνει συνολικά την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, πανηγυρίζει ο ΣΕΒ, λέγοντας ότι «έχει αρθεί σήμερα σε αξιόλογο βαθμό η παλαιότερη ακαμψία στις συμβάσεις αορίστου χρόνου...».
Η πραγματικότητα αυτή επιδεινώθηκε κι άλλο με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, που όχι μόνο άφησε άθικτο το προηγούμενο αντεργατικό οικοδόμημα, αλλά πρόσθεσε και τους δικούς της «ορόφους», με την πλήρη απελευθέρωση των απολύσεων στις μεγάλες επιχειρήσεις πάνω από τα ανώτερα όρια, την ενίσχυση των δουλεμπορικών και μέσω αυτών του αίσχους της «ενοικίασης» των εργαζομένων, την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, τις αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο για επέκταση της συνεχόμενης εργασίας χωρίς μέρα ανάπαυσης μέχρι και 12 μέρες (πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ).
Αλλά και με τον πρόσφατο νόμο της κυβέρνησης για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας των νοσοκομειακών γιατρών και την επιβολή μέχρι και 60ωρης εργασίας τη βδομάδα, κατ' εφαρμογή της σχετικής ευρωπαϊκής Οδηγίας. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και η «ευελιξία» στη διαμόρφωση των μισθών, για την οποία επίσης πανηγυρίζει ο ΣΕΒ, διαπιστώνοντας με ικανοποίηση ότι τώρα μπορεί να γίνεται σε «ατομική βάση» και όχι μόνο προς τα πάνω, αλλά και προς τα κάτω!
Μέσα σε αυτήν τη ζοφερή κατάσταση, πάει πολύ η κυβέρνηση να κάνει επίκληση στη «νομιμότητα», την οποία δήθεν καλεί τους εργοδότες να σέβονται, όταν είναι ακριβώς αυτή η νομιμότητα που τους επιτρέπει να αλωνίζουν. Εξίσου εξοργιστική και προκλητική είναι η υπόσχεσή της για «επιστροφή στην ευρωπαϊκή κανονικότητα», όταν αυτή είναι το θερμοκήπιο της εργασιακής ζούγκλας.
Για την εργατική τάξη διέξοδο μπορεί να δώσει μόνο το γκρέμισμα όλου αυτού του άθλιου οικοδομήματος. Κι αυτό θα γίνει παλεύοντας για μόνιμη και σταθερή δουλειά με σύγχρονα δικαιώματα, ενάντια συνολικά στους καπιταλιστές ως τάξη, στα κόμματα και τις κυβερνήσεις τους, που συνθλίβουν με την πολιτική τους τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες.