Με επόμενο βήμα την «άτυπη» συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ στις 7 Σεπτέμβρη στη Βιέννη, «τρέχουν» οι διεργασίες αναφορικά με την πρώτη «μεταμνημονιακή» «αξιολόγηση» της αντιλαϊκής πολιτικής, ενώ στις 10 Σεπτέμβρη αναμένονται στην Αθήνα τα κλιμάκια του κουαρτέτου. Το κυρίαρχο ζήτημα για την τρέχουσα περίοδο αφορά το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το 2019, που κατατίθεται στη Βουλή την 1η Οκτώβρη, καθώς βέβαια και την πορεία εκτέλεσης του φετινού κρατικού προϋπολογισμού και τις γενικότερες εξελίξεις στην ελληνική οικονομία.
Παράλληλα, ο προϋπολογισμός της επόμενης χρονιάς θα περάσει και από την «κρησάρα» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και στο πλαίσιο των «Ευρωπαϊκών Εξαμήνων». Πρόκειται για την «κανονικότητα» της ΕΕ, που έχει στόχο «την πρόληψη ή τη διόρθωση των "ανισορροπιών" που εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία των οικονομιών των κρατών - μελών της ζώνης του ευρώ ή της ΕΕ συνολικά».
Σε αυτό το επίπεδο, στη διαδικασία των «Εξαμήνων», πέρα από τα δημοσιονομικά μεγέθη και τους κρατικούς προϋπολογισμούς, ενσωματώνονται και οι «προτεραιότητες» του λεγόμενου «ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων», ως ένα ακόμη εργαλείο «έγκαιρης διάγνωσης» και εντοπισμού τυχόν «αποκλίσεων» και αντιλαϊκών παρεμβάσεων σε ζητήματα σχετικά με τη διαρκή κούρσα για την απόσπαση «πόντων» ανταγωνιστικότητας από τα ευρωπαϊκά μονοπώλια. Η σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα κράτη - μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, αναμένεται να δημοσιοποιηθεί το Νοέμβρη.
Την ίδια ώρα, στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, η διαδικασία των «Ευρωπαϊκών Εξαμήνων» θα «τρέχει» ταυτόχρονα και παράλληλα με το «ενισχυμένο εποπτικό πλαίσιο», με τους ειδικούς όρους για την απογείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια, καθώς και για τις άλλες «δεσμεύσεις» και τα αντιλαϊκά ορόσημα που προβλέπονται στην πρόσφατη συμφωνία στο Γιούρογκρουπ για την περίοδο μέχρι και το 2022. Μεταξύ άλλων, η συμφωνία προβλέπει ρητά και κατηγορηματικά τις «ειδικές δεσμεύσεις της Ελλάδας που θα διασφαλίσουν τη συνέχιση και ολοκλήρωση των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων τη μετα-προγραμματική περίοδο». Ταυτόχρονα, το ελληνικό κράτος «θα σεβαστεί πλήρως τη δέσμευσή του να εξασφαλίσει ότι οι ετήσιοι προϋπολογισμοί θα επιτύχουν μεσοπρόθεσμα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ».
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η δεύτερη «μεταμνημονιακή» «αξιολόγηση», σε συνέχεια αυτής του επόμενου μήνα, προγραμματίζεται για το Δεκέμβρη του 2018. Με βάση αυτή, θα συνταχθεί η έκθεση των «θεσμών» σχετικά με την «πρόοδο» της αντιλαϊκής πολιτικής και των μέτρων. Σε κάθε περίπτωση, μόνο σε περίπτωση «θετικής αξιολόγησης» (δηλαδή εφαρμογής των αντιλαϊκών μέτρων) θα μεταβιβάζονται ανά εξάμηνο στον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό τα κέρδη των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από τα ακούρευτα κρατικά ομόλογα μετά την αναδιάρθρωση (PSI) του 2012.
Διαχειριστικά ζόρια με το κρατικό χρέος
Την ίδια ώρα, οι ενδοαστικές αντιθέσεις αναφορικά με το ύψος του δημοσιονομικού ελλείμματος που θα εμφανίσει η κυβέρνηση της Ιταλίας στον κρατικό προϋπολογισμό του 2019, συνακόλουθα και το ενδεχόμενο διαπάλης με την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο φόντο του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου», έχουν ισχυρό αντίκτυπο στη δευτερογενή αγορά των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Οι αποδόσεις των 10ετών τίτλων κυμαίνονται στο 4,3%, δηλαδή σε επίπεδο που καθιστά απαγορευτική, για την ώρα, την έξοδο του ελληνικού κράτους στις χρηματαγορές, σε πείσμα βέβαια της λεγόμενης «καθαρής εξόδου» που διαφημίζει η κυβέρνηση.
Στην ίδια κατεύθυνση συμβάλλουν και οι αναταράξεις στην τουρκική οικονομία, με τους «επενδυτές» και τα funds να στρέφουν το «ενδιαφέρον» τους σε χαμηλότερες αλλά «διασφαλισμένες» αποδόσεις, όπως για παράδειγμα των γερμανικών ομολόγων.
Να σημειωθεί ότι παρά και τις πρόσφατες «αναβαθμίσεις» από τους «οίκους αξιολόγησης», το αξιόχρεο των ελληνικών κρατικών ομολόγων υπολείπεται ακόμη κατά πολλές βαθμίδες προκειμένου να γίνονται αποδεκτά με το «κανονικό» καθεστώς από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και βέβαια από τις διεθνείς χρηματαγορές. Σε κάθε περίπτωση, το καθοριστικό κριτήριο για την περαιτέρω «αναβάθμιση» της πιστοληπτικής αξιοπιστίας του ελληνικού κράτους, έτσι ώστε να διευκολύνεται και η πρόσβαση στις χρηματαγορές, είναι η περαιτέρω κλιμάκωση των αντιλαϊκών μέτρων.