Το ημερολόγιο έδειχνε 10 του Δεκέμβρη 1991, όταν στο Συμβούλιο Κορυφής στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας υιοθετήθηκε η περιβόητη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που δημιούργησε την Ευρωπαϊκή Ένωση στη θέση της ΕΟΚ. Υιοθετήθηκε, επίσης, το κείμενο για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), ενώ την ίδια μέρα η Ελλάδα γίνεται μέλος της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Τι είναι το «Μάαστριχτ»;
Το Μάαστριχτ είναι μια μικρή κωμόπολη της Ολλανδίας. Ηταν άγνωστη στο πλατύ κοινό έως το Δεκέμβρη του 1991, τότε που οι υπουργοί Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), που τη συγκροτούσαν 12 ευρωπαϊκά κράτη (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Ιρλανδία, Δανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα), συνυπέγραφαν τη Συνθήκη μετεξέλιξής της σε Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), της γνωστής πλέον Συνθήκης του Μάαστριχτ. Ετσι, το Μάαστριχτ έγινε διάσημο, η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ενοποίηση περνούσε σε μια ανώτερη ποιοτικά βαθμίδα και πάνω στους λαούς υψωνόταν νέος, πιο βαρύς ζυγός από το μεγάλο κεφάλαιο, των 12 τότε καπιταλιστικών κρατών της ΕΟΚ, προκειμένου να μπορεί να ικανοποιεί τις ανάγκες αναπαραγωγής και συσσώρευσής του, με ολοένα αυξανόμενη την ένταση της εκμετάλλευσης, και πιο αποτελεσματικά να αντεπεξέρχεται στις ανάγκες του διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού για το μοίρασμα αγορών, σφαιρών επιρροής ανάμεσα στα τρία ιμπεριαλιστικά κέντρα, ΗΠΑ, Ιαπωνία, ΕΕ.
Στην πορεία, η ΕΕ των «12» έγινε ΕΕ των «15», με την προσχώρηση των Αυστρίας, Σουηδίας και Φινλανδίας.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ συναποφασίστηκε από τις κυβερνήσεις των κρατών – μελών το Φλεβάρη του 1992 (στο ελληνικό Κοινοβούλιο ψηφίστηκε τον Ιούλη του 1992, απ’ όλα τα σημερινά κόμματα, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ, χωρίς μάλιστα οι βουλευτές να τη γνωρίζουν, αφού δεν τους δόθηκε το κείμενο, κανένα κρατικό όργανο δεν την έδωσε στη δημοσιότητα, ενώ μόνο το ΚΚΕ την καταψήφισε). Αποτελεί το θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, απ’ αυτήν απορρέουν και οι κατευθύνσεις της ΕΕ, όπως εξειδικεύονται, συμπληρώνονται και αναπτύσσονται στην πορεία από τις Συνόδους Κορυφής, τα Συμβούλια Υπουργών της Κομισιόν, δηλαδή συνδιαμορφώνονται από τις κυβερνήσεις των κρατών – μελών για κάθε κράτος – μέλος και εφαρμόζονται υποχρεωτικά σε κάθε κράτος – μέλος, από την κυβέρνησή του. Για την ιστορία, η Συνθήκη του Μάαστριχτ έγινε ολόκληρη γνωστή από το ειδικό ένθετο, στο οποίο τη δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» και είναι η μόνη εφημερίδα που το έκανε. Σύμφωνα με το άρθρο 73β της Συνθήκης του Μάαστριχτ, «απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων» και με το άρθρο 102α υιοθετείται η «αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό».
Μικρό ιστορικό
Πώς, όμως, φτάσαμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση; Η ιστορία ξεκινά αμέσως μετά το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο. Το σοσιαλιστικό σύστημα, τα σύνορα του οποίου με τον καπιταλισμό βρίσκονται στο έδαφος της Ευρώπης και, μάλιστα, στη Γερμανία (είναι τα σύνορα Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας και Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Ανατολικής και Δυτικής, όπως τις ονόμαζαν οι καπιταλιστές) βρίσκεται σε άνοδο. Το αμερικάνικο κεφάλαιο έχει διεισδύσει στην Ευρώπη με το Σχέδιο Μάρσαλ, προκειμένου να ισχυροποιήσει τον καπιταλισμό, που ήταν τσακισμένος οικονομικά από τον πόλεμο και να εμποδίσει την εξάπλωση του σοσιαλισμού, αφού το λαϊκο-επαναστατικό κίνημα, λόγω του πολέμου και της αίγλης του σοσιαλισμού, ήταν σε ανοδική πορεία. Οι ισχυρές καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης συνειδητοποιούν την ανάγκη συνένωσης των δυνάμεών τους στις συγκεκριμένες τότε συνθήκες της εποχής του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού (ιμπεριαλισμός), για να αναπτυχθούν οι οικονομίες τους, διεκδικώντας όσο γίνεται μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, τα όρια της οποίας μετά την εξάπλωση του σοσιαλισμού στένευαν, και να αντιμετωπίσει επίσης την άνοδο του σοσιαλισμού στην Ευρώπη. Οι ΗΠΑ, παρότι διέβλεπαν στις τάσεις καπιταλιστικής ενοποίησης στην Ευρώπη έναν εν δυνάμει ανταγωνιστή τους, μπροστά στην ενδυνάμωση του καπιταλισμού, στην οποία οι ίδιες συνέβαλαν με κεφάλαια (Σχέδιο Μάρσαλ), συναινούν σ’ αυτήν την προοπτική. Ετσι, στις 18 Απρίλη 1951, η Γαλλία, η Δυτική Γερμανία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο υπέγραψαν στο Παρίσι, τη Συνθήκη για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Ηταν το πρώτο βήμα. Το επόμενο βήμα έγινε στη Ρώμη όπου οι έξι χώρες: Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο υπέγραψαν, στις 25 Μάρτη 1957, τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ). Ηταν η ΕΟΚ των «6», που αργότερα και σταδιακά έγινε η ΕΟΚ των «12». Ενα παραπέρα βήμα στην τάση της καπιταλιστικής ενοποίησης ήταν η απόφαση της Συνόδου Κορυφής της ΕΟΚ στο Λουξεμβούργο, το Δεκέμβρη του 1985, που υιοθέτησε την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη για τη δημιουργία της Ενιαίας Εσωτερικής Αγοράς, διαδικασία η οποία θα ολοκληρωνόταν στο τέλος του 1992. Ετσι, στο τέλος του 1991, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η ΕΟΚ των «12» μετεξελίσσεται σε ΕΕ των «12», αργότερα των «15» και πρόσφατα, με τη διεύρυνση των «25»,(εντάχθηκαν οι Κύπρος, Μάλτα, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Πολωνία, Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία και Σλοβενία). Η ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων και η δημιουργία νέων καπιταλιστικών κρατών στο έδαφός τους δημιούργησε νέα εδάφη για μοίρασμα, όξυνε παραπέρα το διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό και επέτεινε τη μετεξέλιξη της ΕΟΚ σε ΕΕ, πριν καν ολοκληρωθεί η διαδικασία της Ενιαίας Αγοράς, που ήταν επίσης προϋπόθεση γι’ αυτήν τη μετεξέλιξη.
Διεθνοποίηση και καπιταλιστική ενοποίηση
Η τάση ενοποίησης, που απαντά στην ένταση της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, δεν είναι νέο φαινόμενο, ανεξάρτητα από τη μορφή που παίρνει. Ούτε, βεβαίως, είναι υποχρεωτική η μορφή της ΕΕ. Είναι ζήτημα επιλογής των καπιταλιστών. Βάση της είναι η δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς, χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού από τότε που εδραιώνεται ως κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, και η αλληλεξάρτηση των καπιταλιστικών οικονομιών των διαφόρων κρατών, που παίρνει πρωτοφανείς διαστάσεις όσο αναπτύσσεται ο καπιταλισμός και ιδιαίτερα στην εποχή του ιμπεριαλισμού.
Τις ανάγκες έντασης της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και της όξυνσης των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών σε διεθνές επίπεδο υπηρετεί η ΕΕ, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ για τα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη.
Τα τρία στάδια για την ΟΝΕ
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ προέβλεπε τη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ), την καθιέρωση ενιαίου νομίσματος για όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ και ως απώτερο στόχο έθετε την πολιτική ενοποίηση στην ΕΕ με μια μορφή Ομοσπονδίας ή Συνομοσπονδίας, ζήτημα άλυτο ακόμη, και μάλλον θα παραμείνει, αφού και εντός της ΕΕ είναι οξύτατος ο ανταγωνισμός σε επίπεδο κρατών ή ομάδων κρατών, καθιερώνοντας σταδιακά σε διάφορους τομείς τις λεγόμενες Κοινές Πολιτικές.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ έδινε προτεραιότητα στη δημιουργία της ΟΝΕ και στο κοινό νόμισμα. Η διαδικασία διαμόρφωσης της ΟΝΕ χωρίστηκε σε τρία στάδια, προκειμένου να εφαρμοστεί.
Το πρώτο στάδιο έπρεπε να ολοκληρωθεί στο τέλος του 1993. Στο χρονικό αυτό διάστημα, αίρονταν οι περιορισμοί στην κίνηση των κεφαλαίων ανάμεσα στα κράτη – μέλη και εντασσόταν το νόμισμα κάθε κράτους – μέλους στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ). Στο ΕΝΣ μετείχαν τότε οι 11 χώρες της ΕΟΚ, εκτός της Ελλάδας. Η δραχμή έπρεπε να ενταχθεί στο ΕΝΣ μέχρι 31 Δεκέμβρη 1994. Πράγματι η δράχμή εντάχθηκε στο ΕΝΣ το 1994.
Επίσης, στη διάρκεια του πρώτου σταδίου, προβλεπόταν η εφαρμογή πολιτικής σε κάθε κράτος – μέλος, που θα οδηγούσε στη «σύγκλιση των οικονομιών» και τέθηκαν ενιαία κριτήρια ως προς αυτό για όλα τα κράτη – μέλη, σχετικά με τον πληθωρισμό, τα δημόσια ελλείμματα, το δημόσιο χρέος, τα επιτόκια. Καθόρισαν, δε, διαδικασία ελέγχου αυτής της πορείας από τα Συμβούλια Κορυφής και το ΕΚΟΦΙΝ.
Το δεύτερο στάδιο της ΟΝΕ θα άρχιζε από την 1η Γενάρη 1994. Στο στάδιο αυτό θα δημιουργούνταν το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο (ΕΝΙ), με σκοπό το συντονισμό της νομισματικής πολιτικής και την προώθηση των προϋποθέσεων για το κοινό νόμισμα. Μέχρι το τέλος του 1996, που θα διαρκούσε το δεύτερο στάδιο της ΟΝΕ, θα έπρεπε να είχαν επεξεργαστεί το πλαίσιο ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Σ’ αυτό το στάδιο άρχιζαν να εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, η απαγόρευση του δανεισμού του Δημοσίου και άρχιζε η ανεξαρτητοποίηση των κεντρικών τραπεζών από τις εθνικές νομοθεσίες.
Μέχρι 31 Δεκέμβρη 1996, το Συμβούλιο των αρχηγών κρατών θα αποφάσιζε κατά πόσον η Κοινότητα είναι έτοιμη να μπει στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ, που θα άρχιζε στο τέλος του 1997, όπως όριζε η Συνθήκη ή, αν δεν ήταν έτοιμη, το τρίτο στάδιο, θα άρχιζε την 1η Γενάρη 1999.
Στο τρίτο στάδιο, οι οικονομίες των κρατών – μελών θα ελέγχονταν από τα όργανα της Κοινότητας ως προς το βαθμό «σύγκλισης» των οικονομιών, δηλαδή την εκπλήρωση των τεσσάρων κριτηρίων, το ΕΝΙ θα μετατρεπόταν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η ΕΚΤ, όταν ιδρυόταν, μαζί με όλες τις κεντρικές τράπεζες των κρατών – μελών θα αποτελούσαν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Η ΕΚΤ θα εκδίδει αποφάσεις και κανονισμούς, που θα έχουν υποχρεωτική ισχύ για κάθε κράτος – μέλος. Σ’ αυτό το στάδιο τα εθνικά νομίσματα θα καταργούνταν και θα υιοθετούνταν το κοινό ευρωνόμισμα. Εως τότε υπήρχε βεβαίως το ECU, που ήταν η Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα, με την οποία συγκρίνονταν τα εθνικά νομίσματα, αλλά και με βάση την οποία γίνονταν οι οικονομικές μετρήσεις σε επίπεδο ΕΕ, (προϋπολογισμός, επιδοτήσεις κλπ.).
Από την 1η Γενάρη 1999, η ΟΝΕ ξεκινά και σ’ αυτήν συμμετέχουν όσα κράτη – μέλη της Κοινότητας πληρούν τα τέσσερα κριτήρια. Στην ΟΝΕ μπήκαν το 1999 οι Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία,Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Πορτογαλία Ιρλανδία, Φινλανδία και Αυστρία. Η Ελλάδα μπήκε το 2001. Δε συμμετέχουν οι Βρετανία, Δανία, και Σουηδία, οι δύο τελευταίες μετά απο δημοψήφισμα.