Ήταν 9 Οκτώβρη 1967 όταν ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα έπεφτε νεκρός μέσα σε μια εγκαταλελειμένη σχολική αίθουσα, στο χωριό Λα Ιγκέρα της βολιβιανής υπαίθρου. Οι σφαίρες του βολιβιανού στρατού, που εκτελούσε εντολές των βορειοαμερικανών ιμπεριαλιστών, είχαν επιφέρει το βιολογικό τέλος του 39χρονου αργεντίνου επαναστάτη. Αυτό που, ωστόσο, δε γνώριζαν οι δολοφόνοι του, ήταν πως ο Γκεβάρα είχε ήδη περάσει στην «αθανασία» της συλλογικής μνήμης των λαών, ως παντοτινό σύμβολο των αγώνων για ένα καλύτερο αύριο, για έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Σήμερα, 50 χρόνια μετά τη δολοφονία του, είναι οι αξίες για τις οποίες ο ίδιος αγωνίστηκε και θυσιάστηκε, οι αξίες του μαρξισμού-λενινισμού και του προλεταριακού διεθνισμού, που διατηρούν άσβεστη τη φλόγα της εικόνας του. Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, άλλωστε, υπήρξε η προσωποποίηση του συνεπούς κομμουνιστή επαναστάτη, του ανθρώπου που αντιλήφθηκε και εμπέδωσε τον σοσιαλισμό, όχι ως ακαδημαϊκό εγχειρίδιο πολιτικής οικονομίας, αλλά ως βίωμα: «Για μας», σημείωνε, «δεν υπάρχει κανένας άλλος ορισμός του Σοσιαλισμού πλην της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο» [1].
Η ταξική εκμετάλλευση, η αδυσώπητη αδικία που γεννά και αναπαράγει το καπιταλιστικό σύστημα, μπήκαν στο στόχαστρο του Γκεβάρα πολύ πριν την ενεργό ανάμειξη του στην εποποιία της Κουβανικής Επανάστασης. Ταξιδεύοντας στη Νότια Αμερική ως νεαρός φοιτητής ιατρικής, ο 24χρονος Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα ήρθε σε επαφή με την σκληρή πραγματικότητα των ταξικών αντιθέσεων που επεκτείνονταν στη λατινοαμερικανική ήπειρο. «Εκεί, στις τελευταίες ώρες για τους ανθρώπους των οποίων ο ορίζοντας δεν εκτείνεται πέρα από το αύριο, εκεί επικεντρώνεται η τραγωδία της ζωής του προλεταριάτου όλου του κόσμου […] Ως πότε θα συνεχιστεί αυτή η τάξη πραγμάτων που βασίζεται σε μια παράλογη διαίρεση, στις κοινωνικές τάξεις;» [2] σημείωνε στο ημερολόγιο του κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στο Περού, όπου του είχε ζητηθεί να εξετάσει μια ετοιμοθάνατη ασθματική γυναίκα.
Η περιέργεια του να ανακαλύψει τη «μεγάλη λατινική ήπειρο» αποτέλεσε την αφορμή της πολιτικής του συνειδητοποίησης μετατρέποντας το μεσοαστό αργεντίνο φοιτητή- «ένα παιδί του περιβάλλοντος του» όπως χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό του- σε μαρξιστή αντάρτη αφοσιωμένο στον σκοπό της σοσιαλιστικής επανάστασης. «Το πρόσωπο που έγραψε αυτές τις σημειώσεις “πέθανε” μόλις ξαναπάτησε το πόδι του στη γη της Αργεντινής και αυτός που τις τακτοποιεί και τις «ξαναχτενΐζει», «εγώ», δεν είμαι εγώ. Δεν είμαι ο ίδιος, εσωτερικά τουλάχιστον. Τούτη η άσκοπη περιπλάνηση στη «Μεγάλη Αμερική Μας» με άλλαξε περισσότερο απ’ ό,τι πίστευα» [3] θα γράψει αργότερα στην εισαγωγή των απομνημονευμάτων του ταξιδιού που πραγματοποίησε με το φίλο του Αλμπέρτο Γκρανάδο.
Στα μεταλλεία της Τσουκικαμάτα στη Χιλή το 1952 ο νεαρός Ερνέστο γίνεται κοινωνός της καθημερινότητας του λατινοαμερικάνικου προλεταριάτου, των ταξικών ανισοτήτων και του αγώνα των χιλιανών μεταλλωρύχων για το μεροκάματο. «Προβλέποντας ότι θα βγουν απο δω εκατομμύρια δολάρια, κι ότι για την ώρα εξορύσσονται ενενήντα χιλιάδες τόνοι μεταλλεύματος κάθε μέρα, καταλαβαίνει κανείς ότι η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο δεν πρόκειται να σταματήσει σύντομα» [4] σημείωνε χαρακτηριστικά σε ένα απόσπασμα των απομνημονευμάτων του ταξιδιού του. Κάπως έτσι, η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία των συγγραμμάτων μετουσιώνονταν στα μάτια του Γκεβάρα σε ζωντανή πραγματικότητα, επιβεβαιώνοντας στην πράξη την ασυμβατότητα των συμφερόντων αυτών που παράγουν τον πλούτο και αυτών που τον καρπώνονται.
Η νεανική συνείδηση του Ερνέστο Γκεβάρα ριζοσπαστικοποιήθηκε, οδηγούμενη στον μαρξισμό-λενινισμό, καθώς παγιώθηκαν μέσα του δύο κύριες αντιλήψεις: Αφενός, η εγκληματική φύση του ιμπεριαλισμού ως παράγοντα διεύρυνσης των ταξικών ανισοτήτων στη λατινική Αμερική και αφετέρου η ανάγκη για πλήρη και οριστική σύγκρουση της εργατικής τάξης με την εξουσία του κεφαλαίου ως προαπαιτούμενο για την εξάλειψη των ανισοτήτων αυτών. Το παράδειγμα, άλλωστε, υπήρχε και είχε λάβει χώρα τέσσερις δεκαετίες πριν, με τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση.
Η μεγαλειώδης προσωπικότητα του Ι.Β.Στάλιν, του ανθρώπου που ηγήθηκε της Σοβιετικής Ένωσης στο θρίαμβο ενάντια στο ναζισμό, αναμφίβολα ενέπνευσε το Γκεβάρα. «Στο Ελ Πάσο είχα την ευκαιρία να περάσω από τα εκτεταμένες εγκαταστάσεις της United Fruit Company. Για άλλη μια φορά πείστηκα για το πόσο απαίσια είναι αυτά τα καπιταλιστικά χταπόδια. Ορκίστηκα τότε μπροστά σε μια εικόνα του παλαιού και πολυθρηνημένου συντρόφου μας Στάλιν, ότι δεν θα ησυχάσω μέχρι να εξοντωθούν τα χταπόδια αυτά» [5] σημείωνε το 1954 σε γράμμα προς τη θεία του Βεατρίκη. Ήταν η περίοδος που βρισκόταν στη Γουατεμάλα.
Η διαμονή του Τσε στη Γουατεμάλα αποτέλεσε κομβικό σημείο για την περαιτέρω καθοριστική ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών του ιδέων. Σύμφωνα με τον κουβανό Μάριο Νταλμάου, ο οποίος γνώρισε το Γκεβάρα στη Γουατεμάλα, ο Τσε είχε ήδη «πολύ ξεκάθαρη μαρξιστική σκέψη», έχοντας διαβάσει «ολόκληρη μαρξιστική βιβλιοθήκη» [6]. Η ωμή ιμπεριαλιστική επεμβατικότητα των ΗΠΑ με σκοπό την υπονόμευση και ανατροπή της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης του Γιακόμπο Άρμπενς επιτάχυναν την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση του Ερνέστο. Στη Γουατεμάλα ο Τσε είδε να ξεδιπλώνεται μπροστά στη μάτια του η ωμή φύση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Στο μυαλό του ήρθαν οι εικόνες των φτωχών αυτόχθονων περουβιανών, στη Λίμα και το Μάτσου Πίτσου, που εργάζονταν σαν σύγχρονοι σκλάβοι για ένα κομμάτι ψωμί στην ίδια τους την πατρίδα – την ίδια στιγμή που τα μέσα παραγωγής και ο πλούτος της χώρας ανήκε στους απογόνους εύπορων ευρωπαίων αποικιοκρατών. Η «δική του Αμερική» – η Αμερική του Σιμόν Μπολίβαρ, του Εμιλιάνο Ζαπάτα, του Χοσέ Μαρτί, του Πάμπλο Νερούδα – δεν ήταν παρά ένα βιλαέτι του, κατά τον Λένιν, μονοπωλιακού καπιταλισμού που κατέτρωγε τις σάρκες της λατινοαμερικάνικης εργατικής τάξης.
Η πλήρης αδυναμία και διστακτικότητα της προοδευτικής κυβέρνησης του Άρμπενς να τα βάλει με το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο διαμόρφωσε μέσα του, μιά για πάντα, την εξής ισχυρή πεποίθηση: ο μόνος δρόμος για την απελευθέρωση των λαών από την ταξική εκμετάλλευση είναι η ανειρήνευτη πάλη ενάντια στο κεφάλαιο και τους υπηρέτες του, η μηδενική ανοχή απέναντι στα «καπιταλιστικά χταπόδια». Σε αυτήν, άλλωστε, την πεποίθηση έμεινε πιστός μέχρι και το τέλος της ζωής του. Το 1965, δύο μόλις χρόνια πριν την άνανδρη δολοφονία του στη Βολιβία και έχοντας ιδεολογικά «ανδρωθεί» μέσα απ’ την εμπειρία της Κουβανικής Επανάστασης, έγραφε στο τελευταίο γράμμα προς τους γονείς του: «Ο μαρξισμός μου έχει βαθιές ρίζες και έχει εξαγνισθεί. Πιστεύω στην ένοπλη πάλη σαν μοναδική λύση για τους λαούς που αγωνίζονται για την απελευθέρωση τους και είμαι συνεπής με τις πεποιθήσεις μου» [7].
«Η μεγαλοαστική τάξη δεν διστάζει να συμμαχήσει με τον ιμπεριαλισμό και τους μεγάλους αγροκτηματίες για να πολεμήσουν το λαό και να φράξουν το δρόμο προς την επανάσταση», σημείωνε το 1963 [8]. Γι’ αυτό, όπως υποστήριζε, έπρεπε να υπάρχει μια επαναστατική εμπροσθοφυλακή. Για τον Τσε το ηρωϊκό παράδειγμα των μπολσεβίκων κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 παρείχε ένα λαμπρό παράδειγμα στον αγώνα για τη λαϊκή εξουσία. «Εάν υπήρχε μια προλεταριακή πρωτοπορία που να ήταν ικανή να προβάλει τις ουσιώδεις διεκδικήσεις του προλεταριάτου, να δεί καθαρά που πρέπει να στραφεί, και να επιχειρήσει να καταλάβει την εξουσία, για να εγκαταστήσει μια νέα κοινωνία θα ήταν δυνατόν να τραβήξει μπροστά παρακάμπτοντας τα εμπόδια» [9] σημείωνε σε πολιτικό του κείμενο.
Ο τριετής αντάρτικος αγώνας στην κουβανική ύπαιθρο, στο πλευρό του Φιντέλ Κάστρο, του Ραούλ, του Σιενφουέγος, του Αλμέϊδα και των υπόλοιπων επαναστατών, σφυριλάτησε και ατσάλωσε τον Τσε. Στα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα, μέσα από ατέλειωτα μερόνυχτα μαχών, πείνας, αγωνίας, κακουχιών αλλά και θριάμβων, ο αργεντίνος γιατρός του αντάρτικου στρατού μετατράπηκε στον Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα. Παρά το γεγονός όμως ότι εντρύφησε στον ανταρτοπόλεμο ως μέσο για το πέρασμα στη λαϊκή εξουσία, ο Τσε ουδέποτε υποτίμησε τους μαζικούς εργατικούς-λαϊκούς αγώνες. Το αντίθετο μάλιστα. Έβλεπε τον αντάρτικο αγώνα ως προμετωπίδα ενός γενικότερου επαναστατικού ρεύματος στο οποίο, ασφαλώς, ουσιαστικό ρόλο θα έπαιζε η ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης. «Όσοι θέλουν να κάνουν αντάρτικο ξεχνώντας τον μαζικό αγώνα, σαν να επρόκειτο για αγώνες αντίθετους, είναι επικριτέοι» υπογράμμιζε στο έργο του «Ανταρτοπόλεμος, μια μέθοδος» [10]. Για τον Τσε, το να πάρει κάποιος τα όπλα δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά μέσο ενταγμένο στο πλαίσιο της οργανωμένης λαϊκής πάλης για την κατάκτηση της εξουσίας. Αυτή, άλλωστε, ήταν και η προοπτική των αντάρτικων κινημάτων, στο Κονγκό και τη Βολιβία, στα οποία προσφέρθηκε να συμμετάσχει και να βοηθήσει στην οργάνωση τους.
Κατά τη διάρκεια της σύντομης συμμετοχής του (1959-1965) στην επαναστατική κουβανική κυβέρνηση, ο Γκεβάρα μελέτησε σε βάθος ζητήματα και πτυχές της μαρξιστικής-λενινιστικής πολιτικής οικονομίας και πρωταγωνίστησε σε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν την Κούβα: μεγάλης κλίμακας αγροτική μεταρρύθμιση, εκστρατεία κατά του αναλφαβητισμού, κοινωνικοποίηση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ίδρυση ερευνητικών και αναπτυξιακών κέντρων για την εκβιομηχάνιση, προώθηση διακρατικών εμπορικών συμφωνιών μεταξύ Κούβας, Σοβιετικής Ένωσης και Κίνας. Για τον Τσε, η εντρύφηση στο μαρξισμό ήταν μια διαρκής διαδικασία συνεχούς εκμάθησης, διαλεκτικής, κριτικής προσέγγισης και ανάλυσης της κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας. Κάτω από τον μπερέ του ατρόμητου αντάρτη, υπήρχε ένας ακούραστος μελετητής των έργων των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν- ακλόνητος πολέμιος οποιασδήποτε μορφής οπορτουνισμού- και τέτοιος παρέμεινε μέχρι το τέλος. Γι’ αυτο άλλωστε προέτρεπε και τη νέα γενιά, τους νέους κομμουνιστές, να μελετούν, να συζητούν, να οργανώνουν σχολές μαρξισμού.
Η νέα γενιά άλλωστε ήταν η ελπίδα του Τσε για ένα καλύτερο αύριο. Ο «νέος άνθρωπος» (El hombre nuevo), στον οποίο αναφέρεται στο εξαιρετικό- πλην όμως ημιτελές- θεωρητικό έργο που άφησε πίσω του, συνοψίζει όλα αυτά τα οποία πίστευε και για τα οποία πολέμησε μέχρι τέλους. Πρόκειται για το νέο άνθρωπο του σοσιαλισμού-κομμουνισμού ο οποίος, όντας απαλλαγμένος από τα κατάλοιπα του καπιταλισμού και έχοντας σπάσει τις αλυσίδες της αλλοτρίωσης «θα αποκτήσει καθολική συνείδηση της ύπαρξής του και την ολοκλήρωσή του σαν ανθρώπινο ον» [11].
Ο ίδιος, όντας φωτεινό παράδειγμα ολοκληρωμένου κομμουνιστή- στη συνείδηση αλλά και την πράξη- έδειξε το δρόμο. Χρέος της σποράς του Τσε, όλων όσων εμπνέονται και διδάσκονται από τη ζωή και τη δράση του, είναι ο ανυποχώρητος, μέχρι τέλους, αγώνας για την τελική πραγμάτωση των λόγων του: «Η λευτεριά μας και το ψωμί μας έχουν το χρώμα του αίματος και είναι διογκωμένα από θυσίες. Η θυσία μας, είναι ενσυνείδητη, αυτό είναι το τίμημα της λευτεριάς που οικοδομούμε. Ο δρόμος είναι μακρύς και εν μέρει άγνωστος. Ξέρουμε το στόχο μας. Εμείς οι ίδιοι θα φτιάξουμε τον άνθρωπο του 21ου αιώνα».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Ομιλία στην Αφρο-ασιατική σύνοδο στην Αλγερία, Αλγέρι, 24 Φλεβάρη 1965.
[2] Guevara, Ernesto.Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας, Λιβάνης Ν.Σ, Αθήνα: 2004, σελ. 131.
[3] ο.π., σελ. 63.
[4] Κορμιέ, Ζαν. Τσε Γκεβάρα, Καστανιώτης, Αθήνα: 1995, σελ. 32.
[5] Taibo, Paco Ignacio. Guevara, also known as Che, St.Martin’s Griffin, 1999, p.31. (Στην ελληνικη γλώσσα το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, Πάκο Ιγνάσιο Ταΐμπο ΙΙ, Ερνέστο Γκεβάρα: Γνωστός και ως Τσε)
[6] Συνέντευξη στην εφημερίδα Granma, 20 Οκτώβρη 1967.
[7] Τελευταίο γράμμα τους γονείς, 1965, στο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Κείμενα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2009, σελ. 192.
[8] Πολιτικά Κείμενα. Κούβα: Μοναδική περίπτωση ή πρωτοπόρος στον αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού», Τόμος Α΄, Καρανάση, Αθήνα: 1970, σελ. 102. Διαδικτυακά στο Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα: https://guevaristas.org/1967/10/09/che-verde-olivo-1/ και https://guevaristas.org/1967/10/09/che-verde-olivo-2/
[9] ο.π., Τόμος Β’, Καρανάση, Αθήνα: 1971, σελ. 64. Διαδικτυακά στο Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα:
[10] Anderson, Jon Lee. Che Guevara: A Revolutionary Life, Grove Press, 2010.
[11] & [12] El socialismo y el hombre en Cuba (Ο Σοσιαλισμός και ο Άνθρωπος στην Κούβα), Διεθνές Βήμα, Αθήνα, 2011. Διαδικτυακά στο Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα: https://guevaristas.org/1967/10/09/socialism-and-man-cuba/ και https://guevaristas.org/1967/10/09/socialism-and-man-cuba2/.