Σήμερα συμπληρώνονται 48 χρόνια από την αιχμαλωσία και την δολοφονία τουΤσε Γκεβάρα, στις 8 προς 9 Οκτώβρη 1967, στη Βολιβία.
Εκείνος στον οποίο ανατέθηκε να τον εκτελέσει ήταν ο υπαξιωματικός Μάριο Τεράν.
Ο Μάριο Τεράν, ο δολοφόνος του Τσε, το 2006
υποβλήθηκε σε εγχείρηση από Κουβανούς γιατρούς που συμμετέχουν στο
πρόγραμμα της «Επιχείρησης Θαύμα» και προσφέρουν – δωρεάν – τις
υπηρεσίες τους σε ασθενείς σε όλη τη Λατινική Αμερική. Ο Τεράν έπασχε
από καταρράκτη. Οι επεμβάσεις καταρράκτη δεν είναι και τόσο απλό πράγμα
για τους φτωχούς ανθρώπους στη Λατινική Αμερική.
Ο γιος του Τεράν, το 2007, στην συμπλήρωση 40
χρόνων από την δολοφονία του Τσε, έστειλε σε εφημερίδα της Βολιβίας
ευχαριστήριο μήνυμα προς τους Κουβανούς γιατρούς που αποκατέστησαν την
όραση του πατέρα του. Του δολοφόνου, δηλαδή, του (και) γιατρού Τσε
Γκεβάρα…
«Θυμηθείτε αυτό το όνομα – Μάριο Τεράν – ένας άνδρας που
εκπαιδεύτηκε για να σκοτώσει μπορεί και πάλι να βλέπει χάρη στους
γιατρούς που ακολουθούν τις ιδέες του θύματός του»,
ήταν το ρεπορτάζ με το οποίο κατέγραψε την είδηση η εφημερίδα «Γκράνμα» της Κούβας.
Λίγο πριν τη δολοφονία του, ο Τσε είχε στείλει στα παιδιά του ένα γράμμα:
«Αγαπημένα μου Ιλδίτα, Αλεϊδίτα, Καμίλο, Σέλια και Ερνέστο,
Αν μια μέρα χρειαστεί να διαβάσετε τούτο το γράμμα, θα πει πως
πια δεν είμαι ανάμεσά σας. Σχεδόν δε θα με θυμάστε πια και τα πιο μικρά
θα μ” έχουν ξεχάσει.
Ο πατέρας σας ήταν ένας άνθρωπος που έπραττε όπως σκεφτόταν, και που σίγουρα ήταν πιστός στις πεποιθήσεις του (….).
Να μελετάτε πολύ, για να μπορέσετε να κυριαρχήσετε στην τεχνική,
που θα σας επιτρέψει να κυριαρχήσετε στη φύση (…). Να “στε κυρίως ικανά
να αισθάνεστε, όσο πιο βαθιά μπορείτε, κάθε αδικία που γίνεται απέναντι
σ” οποιονδήποτε, σ” οποιαδήποτε χώρα του κόσμου(…). Πάντα, παιδιά μου,
θα ελπίζω να σας ξαναδώ.
Ένα μεγάλο και δυνατό φιλί απ” τον Μπαμπά».
Δεν είδε ποτέ ξανά τα παιδιά του.Στις 8 προς 9
Οκτώβρη του 1967 ο κομαντάντε Τσε Γκεβάρα θα περνούσε στο πάνθεον των
«αθανάτων» της Ιστορίας με διαβατήριο την πίστη του στις πεποιθήσεις
του. Χτυπήθηκε από δυο σφαίρες στο σβέρκο. Πισώπλατα.
Οι δολοφόνοι του, αν και αιχμάλωτος, δεν είχαν το κουράγιο να τον κοιτούν στα μάτια ούτε καν τη στιγμή που τον εκτελούσαν.
Οι δολοφόνοι του μοίρασαν ανά την υφήλιο τη
φωτογραφία του νεκρού Τσε πιστεύοντας ότι έτσι θα σφράγιζαν και θα
έκλειναν τους λογαριασμούς τους μαζί του.
Έκαναν λάθος. Μια άλλη φωτογραφία ήταν εκείνη που έμελλε να μείνει στην Ιστορία.
«Υπήρξεαπό τους πιο
οικείους, από τους πιο θαυμαστούς, από τους πιο αγαπητούς, και, δίχως
αμφιβολία, ο πιο εξαίρετος από τους επαναστάτες συντρόφους μας (…).
Ξεχείλιζεαπό ένα βαθύ πνεύμα μίσους και περιφρόνησης προς τον ιμπεριαλισμό (…).
Ικανός αρχηγός, αυθεντία,
δεξιοτέχνης του επαναστατικού πολέμου. Κι όμως, με τον ηρωικό και
δοξασμένο θάνατό του, κάποιοι επιχειρούν να αρνηθούν την ισχύ ή την αξία
των αντιλήψεων και των αντάρτικων ιδεών του. Μπορεί να πεθάνει ο
δεξιοτέχνης, κύρια όταν η τέχνη του είναι τόσο επικίνδυνη όσο η
επαναστατική πάλη, αλλά εκείνο που με κανέναν τρόπο δε θα πεθάνει είναι η
τέχνη στην οποία αφιέρωσε τη ζωή του και την ευφυΐα του (…).
Επέδρασεσημαντικά στη στάση
του η αντίληψη ότι οι άνθρωποι έχουν μια σχετική αξία στην ιστορία, η
ιδέα ότι δεν ηττάται η υπόθεση όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι, και ότι η
ακατάσχετη πορεία της ιστορίας δε σταματά, ούτε θα σταματήσει με το χαμό
των αρχηγών(…).
Άνθρωποισαν κι αυτόν είναι ικανοί, με το παράδειγμά τους, να συμβάλουν στην εμφάνιση άλλων που να τους μοιάζουν (…)».
Με αυτά τα λόγια αποχαιρετούσε ο Φιντέλ Κάστρο, στον επικήδειο που εκφώνησε στην Πλατεία της Επανάστασης, στην Αβάνα, στις 18 Οκτώβρη 1967, τον Ερνέστο Γκεβάρα. Τον Τσε.
Συχνά επανέρχεται το ερώτημα: Τι ήταν εκείνο που
οδήγησε έναν από τους ηγέτες μιας από τις σημαντικότερες επαναστάσεις
του 20ού αιώνα να προσφέρει τόσο αφειδώλευτα – και κατά άλλους τόσο
«απερίσκεπτα» και τόσο «τυχοδιωκτικά» – την ίδια του τη ζωή στο πεδίο
των μαχών για την κοινωνική απελευθέρωση;
Στη στάση του Τσε απέναντι στη ζωή επέδρασε σημαντικά αυτό που περιέγραψε ο Φιντέλ Κάστρο στον επικήδειο. Η αντίληψη, δηλαδή «ότι οι άνθρωποι έχουν μια σχετική αξία στην Ιστορία, η ιδέα ότιδεν ηττάται η υπόθεση όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι,και ότι η ακατάσχετη πορεία της Ιστορίας δε σταματά ούτε θα σταματήσει με το χαμό των αρχηγών (…)».
Αυτός ήταν ο Τσε. Ασταμάτητος. Αλύγιστος.
Παθιασμένος. Αμετανόητος. Τέτοιος ήταν ο Τσε και αυτός ήταν ο λόγος που
συγκαταλέγεται σε εκείνους τους ελάχιστούς που κατάφεραν να μετατρέψουν
το θάνατό τους σε ένα τόσο στέρεο σκαλοπάτι για να ανυψωθεί το αίτημα
για ζωή, για ανθρώπινη ζωή, ακόμη ψηλότερα.
Την αντίληψη του Τσε για τον άνθρωπο δε θα μπορούσαν ποτέ να την καταλάβουν οι δολοφόνοι του. Πόσο μάλλον να την εξοντώσουν.
Το έγκλημα, αντί να σβήσει τα ίχνη αυτού του
ασθματικού γιατρού από την Αργεντινή, μετατράπηκε σε βαθιά, σε ζωογόνα
και ελπιδοφόρα ανάσα για τους αδικημένους, για τους λαούς όλου του
κόσμου.
Ό,τι δεν κατάφεραν με τον Τσε εκείνοι που τον
δολοφόνησαν νόμισαν ότι θα το κατόρθωναν όσοι πίστεψαν ότι μπορούν να
τον μετατρέψουν σε μια ακίνδυνη στάμπα πάνω σε μπλουζάκια και «μοδάτα»
αξεσουάρ.
Ούτε αυτοί αντιλήφθηκαν ότι η ζωή του Τσε
ξεπερνά κατά πολύ την αγοραία λογική τους. Δεν είχαν τα εργαλεία να
αντιληφθούν εκείνο που κατάλαβε ο Σαρτρ:«Η ζωή του Τσε»– έλεγε ο Σαρτρ –είναι η ιστορία του πληρέστερου ανθρώπου της εποχής μας».
Αυτή η «πλήρης Ιστορία», που ο Τσε την έγραψε
και την διηγήθηκε με τη ζωή και το θάνατό του, είναι ταυτόχρονα και η
απάντηση στο ερώτημα «γιατί ο Τσε συνεχίζει να ζει».
Όσοι προσπαθούν να εξαντλήσουν την εξήγηση αυτής
της «αθανασίας», εστιάζοντας στην εικόνα του Τσε σαν «γητευτή των
φοιτητικών ονείρων», ξεχνούν ότι ο Τσε των εργατών και των αγροτών, ο
Τσε των ταπεινών και καταφρονεμένων, ο Τσε της νεολαίας, δε μας άφησε
κληρονομιά μόνο το απίστευτο βλέμμα του.
Ένα βλέμμα που κοιτάζει μακριά αλλά στέρεα προς το φαινομενικά αδύνατο.
Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο Τσε και οι
σύντροφοί του στην Κούβα έγιναν η απόδειξη της νίκης απέναντι στην
καταπίεση, στη διαφθορά, στο φασισμό, στον ιμπεριαλισμό.
Δεν ήταν μόνο ότι ο Τσε αρνήθηκε μια «στρωμένη»
και άνετη ζωή, πριν την κουβανέζικη επανάσταση, ότι δεν θαμπώθηκε από
τις τιμές, τα πόστα, την αναγνώριση, μετά την επικράτηση της
επανάστασης.
Στην περίπτωση του Τσε ο τίτλος
του «συμβόλου» δεν του χαρίστηκε μετά θάνατον. Ήταν ένας τίτλος που ως
καθοδηγητής και ως σύντροφος, ως οδηγός και ως κομαντάντε στην
ανειρήνευτη πάλη του ενάντια σε αυτήν την αδικία, τον είχε κατακτήσει
ήδη.
Ο Τσε ουδέποτε αισθάνθηκε ότι ήταν «άγιος»,
έστω κι αν είχε ήδη θεοποιηθεί από πολλούς ανθρώπους. Δεν άφησε ποτέ
περιθώρια για «αγιοποίηση». Τελικά, όπως έλεγε ο ίδιος, ήταν απλώς ένας
άνθρωπος. Που έκανε ό,τι πίστευε. Και πίστευε ό,τι έκανε.
«Δεν είμαι απελευθερωτής (libertador). Δεν υπάρχουν libertadores. Οι ίδιοι οι άνθρωποι απελευθερώθηκαν μόνοι τους», έλεγε ο Τσε.
Όλα αυτά μαζί συνθέτουν κομμάτια από τον «μύθο» του Τσε. Αλλά και πάλι δεν είναι αρκετά να εξηγήσουν το γιατί ο Τσε Γκεβάρα «ζει».
Γιατί, τελικά, εκείνο που στην πραγματικότητα
κρατά «ζωντανό» τον Τσε είναι ότι παραμένουν τραγικά ζωντανά και
δραματικά επίκαιρα όλα όσα τον «δημιούργησαν».
Ο πραγματικός λόγος που ο Τσε παραμένει «ζωντανός» είναι ότι παραμένουν ζωντανά όλα όσα τον «γέννησαν».
Ο Τσε «ζει» γιατί, ως πολεμιστής και ως
πολιτικός, ήταν ο κομαντάντε μιας υπόθεσης που και ως θεωρία και ως
πράξη θα βρει την ολοκλήρωσή της, μόνο όταν καταργηθεί κάθε μορφής
εκμετάλλευση.
Ο μαρξισμός και το κομμουνιστικό ιδεώδες είναι πλήρως εξαγνισμένο μέσα μου, έλεγε ο Τσε, προσθέτοντας με απόλυτη σαφήνεια:
«Δεν υπάρχει για μας κανείς άλλος ορισμός του σοσιαλισμού, πλην της κατάργησης της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο».
Ο Τσε θα παραμένει «ζωντανός» για όσο το βλέμμα
του θα δείχνει ότι είναι ρεαλιστικό το όραμά του για έναν κόσμο
ελεύθερο, δημοκρατικό, χωρίς πείνα, χωρίς φτώχεια, χωρίς καταπίεση.
«Αν τρέμεις από αγανάκτηση για κάθε αδικία, είσαι σύντροφός μου», έλεγε ο Τσε.
Για όσο στον κόσμο η αδικία θα εξακολουθεί το
έργο της, όσο οι έννοιες «τιμή» και «αξιοπρέπεια» θα υπάρχουν στο
λεξιλόγιο των ανθρώπων, ο Τσε θα είναι «ζωντανός». Γιατί
«ο άνθρωπος – έλεγε ο Τσε–
πρέπει να περπατάει με το κεφάλι απέναντι στον ήλιο. Και ο ήλιος πρέπει
να κάψει το μέτωπο και καίγοντάς το να το σφραγίσει με τη σφραγίδα της
τιμής.Όποιος περπατάει σκυφτός, χάνει αυτήν την τιμή».
Πηγή: enikos.gr