Για να σταματήσει το κακής ποιότητας θέατρο από «συνδικαλιστικούς σαλτιμπάγκους» ,,κάτι νούμερα δηλαδή που σήμερα παριστάνουν τους οργισμένους γιατί θέλουν να χτίσουν δικαιολογίες για συγκεκριμένο σκοπό , ενώ μέχρι χθες κατάπιναν αμάσητες τις δηλώσεις Βούτση για την ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ και συνεργάστηκαν στα ψηφοδέλτια τους με υποστηρικτές της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ παραθέτουμε ένα άρθρο για την ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ απο την ΚΟΜΕΠ που μας εκφράζει απόλυτα...
Η βαθιά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού τα προηγούμενα χρόνια, η σημαντική πτώση του πραγματικού λαϊκού εισοδήματος μέσα από τα αλλεπάλληλα προγράμματα αντεργατικών μεταρρυθμίσεων πυροδότησαν διεργασίες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, οι οποίες συνεχίζονται.
Τα χρόνια αυτά αποδείχτηκε στη χώρα μας, για μια ακόμα φορά στην Ιστορία, η ικανότητα της αστικής τάξης να είναι ευλύγιστη στην τακτική της, να αναδεικνύει νέους, φαινομενικά άφθαρτους πολιτικούς εκπροσώπους, να σπρώχνει στην αστική πολιτική σκηνή πολιτικές δυνάμεις που φυτοζωούσαν προηγούμενα στο περιθώριο. Η πριμοδότηση και ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητική δύναμη αποτέλεσε τη μία μόνο όψη της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού σκηνικού, με βασικό στόχο την αποτροπή της ριζοσπαστικοποίησης των λαϊκών στρωμάτων και της προσέγγισής τους με την ανατρεπτική πρόταση του ΚΚΕ.
Στην άλλη πλευρά του αστικού πολιτικού φάσματος ξεχωρίζει η εκλογική και οργανωτική ενίσχυση της «Χρυσής Αυγής» (ΧΑ). Η φασιστική αυτή δύναμη, με εκτεταμένη δολοφονική δράση και με άμεσες και έμμεσες διασυνδέσεις με τον υπόκοσμο και με κρατικούς μηχανισμούς, προωθείται πολύμορφα από την αστική τάξη ως «αντισυστημική δύναμη» που «συγκρούεται» με τα κακώς κείμενα, προκειμένου να τραβηχτεί στο άρμα της αστικής πολιτικής λαϊκός κόσμος, που δεν αυτοπροσδιορίζεται ως «φασίστας» ή «ακροδεξιός».
Η ΧΑ εκμεταλλεύεται τις αντιφατικές συνέπειες της κρίσης για να προσεγγίσει εξαθλιωμένα και άνεργα τμήματα της εργατικής τάξης που έχουν υποστεί σοβαρή υποχώρηση στο βιοτικό τους επίπεδο, ιδιαίτερα νέους σε ηλικία ανθρώπους, με μικρή πείρα από τη μαζική δράση και την ιστορία του κινήματος.
Ο χαρακτήρας του φασισμού ως αστικής πολιτικής δύναμης αποδεικνύεται ξεκάθαρα από την ίδια την ιστορική πείρα, που δεν πρέπει να λησμονιέται. Αφού ανέλαβε την κυβερνητική εξουσία στην Ιταλία και στη Γερμανία, με την απλόχερη στήριξη του μονοπωλιακού κεφαλαίου, ο φασισμός προχώρησε σε μια πολύπλευρη στήριξη των συμφερόντων των καπιταλιστών, μέσα από το τσάκισμα του εργατικού κινήματος και την προσπάθεια ένοπλης αντεπαναστατικής ανατροπής της πρωτοπορίας του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, της σοβιετικής εξουσίας.
Η δυνατότητα του φασισμού να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως πολιορκητικός κριός για την προώθηση των συμφερόντων του μονοπωλιακού κεφαλαίου δε στηρίζεται μόνο στη βία και στην ανοιχτή τρομοκρατία, παρόλο που τα στοιχεία αυτά αποτελούν αξεχώριστους συνοδοιπόρους του. Η αστική τάξη, έχοντας μακρόχρονη εμπειρία στη διεξαγωγή της ταξικής πάλης και κατέχοντας τους μοχλούς της κρατικής εξουσίας, κατανοεί πολύ καλά ότι η αποτελεσματικότητα των πολιτικών εκπροσώπων της κρίνεται και από την ικανότητά τους να επηρεάζουν σε μαζική κλίμακα εργατικές και λαϊκές συνειδήσεις, ανεξάρτητα από το αν η μορφή του αστικού πολιτεύματος είναι κοινοβουλευτική ή ανοιχτά δικτατορική-φασιστική.
Ταυτόχρονα, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα γενικά και ο ΣΥΡΙΖΑ ειδικότερα στις σημερινές συνθήκες αξιοποιούν το φόβητρο της «Ακροδεξιάς» για να διασφαλίζουν στήριξη στη δική τους πολιτική διαχείρισης του συστήματος, ως το δήθεν «μικρότερο κακό» για τα λαϊκά στρώματα.
Στο παρόν άρθρο επικεντρώνουμε στον τρόπο που η ΧΑ περιγράφει την καπιταλιστική οικονομία γενικά και τον ελληνικό καπιταλισμό ειδικότερα, αλλά και στις συγκεκριμένες προτάσεις της για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Παρά το ψευδεπίγραφο «αντιπλουτοκρατικό» πέπλο που χρησιμοποιείται για να ξεγελαστούν λαϊκές μάζες, οι θέσεις της ναζιστικής οργάνωσης δείχνουν ξεκάθαρα ότι αποτελεί ένα ακόμα κόμμα-στυλοβάτη του καπιταλισμού, που έχει αναλάβει το δικό του, ιδιαίτερο ρόλο στο αστικό πολιτικό σύστημα. Ο αναγνώστης εύκολα θα διαπιστώσει παρακάτω ότι πολλές από τις θέσεις και προτάσεις της ΧΑ για τα ζητήματα της οικονομίας έχουν ομοιότητες με τις αντίστοιχες προσεγγίσεις δυνάμεων που επιχειρούν να εμφανιστούν ως «ριζοσπαστικές» και «αριστερές», όπως ο ΣΥΡΙΖΑ πριν αναλάβει την αστική διακυβέρνηση και στη συνέχεια η ΛΑΕ. Σε προηγούμενη αρθρογραφία της ΚΟΜΕΠ1 έχουμε σταθεί πιο αναλυτικά στη διασύνδεση των αντιλήψεων της ΧΑ με τα ιστορικά ρεύματα του φασισμού στο Μεσοπόλεμο και στις θέσεις της πάνω σε ζητήματα που δεν άπτονται άμεσα της οικονομικής πολιτικής.
ΟΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ «ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
«Δεν πιστεύουμε στην αυτοτελή ύπαρξη και δυναμική της οικονομίας, αλλά σε μια οικονομία με κατεύθυνση και προέλευση Εθνική. Είμαστε αντίθετοι τόσο στην ασυδοσία του φιλελευθερισμού όσο και στην αντιφυσική ισοπέδωση του μπολσεβικισμού. Πιστεύουμε στην ιδιοκτησία, πιστεύουμε στην ιδιωτική πρωτοβουλία, όχι όμως στην ανήθικη και ασύδοτη κερδοσκοπία εις βάρος της Λαϊκής Κοινότητας ή στον παράνομο θησαυρισμό. Πιστεύουμε σε μια οικονομία υπηρέτη των εθνικών συμφερόντων και όχι σε ένα Κράτος υπηρέτη της δόλιας διεθνούς και ντόπιας πλουτοκρατίας […] η σχέση της Πολιτικής και της οικονομίας δεν παύει να είναι απόλυτα μονοσήμαντη: Η Πολιτική διέπει την οικονομία! [...] Ο όποιος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός δεν έχει κατ’ ανάγκη ενιαία σύσταση, σε αντίθεση με το διαχρονικό εθνικά συμπαγή κορμό της Λαϊκής Κοινότητας. Το ιδεολογικό, κοσμοθεωρητικό, πολιτισμικό και πολιτικό εποικοδόμημα εδράζεται πάνω σ’ αυτόν τον κορμό κι ο ρόλος των οικονομικών σχέσεων στη διαμόρφωσή του είναι ολότελα παροδικός κι επιφανειακός»2.
• Επαναλαμβάνεται εδώ η γνωστή μεταφυσική εθνικιστική αντίληψη για την αιωνιότητα της ύπαρξης του έθνους, συσκοτίζοντας ότι το έθνος είναι «μια ιστορική κατηγορία μιας ορισμένης εποχής, της εποχής του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού»3, ότι η εμφάνισή του συνδέεται αναπόσπαστα με τις ανάγκες της ανερχόμενης αστικής τάξης για τη διαμόρφωση μιας ενιαίας αγοράς. Η αιωνιότητα του έθνους θεμελιώνεται σε μια υποτιθέμενη φυλετική συνέχεια των Ελλήνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα: «Οι σημερινοί κάτοικοι αυτής της χώρας, οι αληθινοί και γνήσιοι Έλληνες, αποτελούν την αυθεντική φυσική συνέχεια των Αρχαίων Ελλήνων ... δεν ανήκουν σε ένα οποιοδήποτε Έθνος, αλλά στο Μεγάλο Έθνος των Ελλήνων».
Η αντίληψη για μια διαχρονική, εθνικά συμπαγή «λαϊκή κοινότητα» (θεμελιακή άποψη του εθνικοσοσιαλιστικού ρεύματος4), που έχει κυρίαρχο ρόλο πάνω στις οικονομικές σχέσεις, αποσπά την προσοχή από τη θεμελιακή σημασία της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής στη σημερινή κοινωνική οργάνωση. Η ανάδειξη του προαιώνιου έθνους ως βάσης της αυτονόητης (κατά τη ΧΑ) «φυσικής» εθνικής ενότητας αποτελεί το υπόβαθρο για να καλλιεργηθεί η αντίληψη της συναίνεσης των εργαζόμενων στους στόχους της εγχώριας αστικής τάξης.
• Το φασιστικό μόρφωμα της ΧΑ υποστηρίζει ότι οι κοινωνικές τάξεις, τις οποίες διαχωρίζει με ασαφή, στενά εισοδηματικά κριτήρια, έχουν ενιαία εθνικά συμφέροντα στη βάση της κοινής φυλετικής καταγωγής, ότι δεν υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις και ότι η ταξική πάλη έρχεται από τα έξω (από τους «μπολσεβίκους»). Γράφεται συγκεκριμένα στο κείμενο «Είμαι Χρυσαυγίτης σημαίνει»: «Στο Λαϊκό κράτος δεν υπάρχει κοινωνική διαστρωμάτωση με βάση τις εισοδηματικές-οικονομικές τάξεις. Οι λαϊκές τάξεις είναι συνεργαζόμενες οργανικά, ομάδες ανθρώπων με άλλες παραγωγικές ειδικές ικανότητες και δεξιότητες η κάθε μια». Ο ταξικός διαχωρισμός της κοινωνίας εμφανίζεται ως ζήτημα διαφορετικών δεξιοτήτων κι επιλογών επαγγέλματος (π.χ. εφοπλιστής, ναυτεργάτης). Το αστικό «λαϊκό» κράτος πρέπει, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, να διασφαλίζει την ταξική συνεργασία για το καλό του έθνους, το οποίο έχει ενιαία συμφέροντα. Η προβολή του αστικού κράτους ως εγγυητή της ενότητας του έθνους αποτελεί μια από τις θεμελιακές θέσεις για να παίξει η ΧΑ το ρόλο του υποστηρικτή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
• Η ΧΑ επιχειρεί να παραπλανήσει τα λαϊκά στρώματα, υποστηρίζοντας ότι τα προβλήματα και οι ανισορροπίες στη σφαίρα της οικονομίας δημιουργούνται από την ασυδοσία και την ανηθικότητα εκείνων των καπιταλιστών που επιδιώκουν να αυξάνουν υπέρμετρα και δόλια το κέρδος τους σε βάρος άλλων καπιταλιστών και της «κοινότητας», αλλά και από την «απληστία» των εργαζόμενων που θέλουν να καταναλώνουν περισσότερα σε βάρος της «κοινότητας»5. Ισχυρίζονται ότι το «εθνικό κράτος» έχει υποχρέωση να ρυθμίζει την αγορά σε όφελος της «κοινότητας», περιορίζοντας τις ακρότητες και των δύο πλευρών.
Η αντίληψη αυτή, που θέτει στην πρώτη γραμμή τη σχέση «καπιταλιστή παραγωγού - καταναλωτή εργαζόμενου» και που επί της ουσίας ερμηνεύει την καπιταλιστική κρίση ως αποτέλεσμα της υποκατανάλωσης των λαϊκών μαζών, αποκρύπτει ότι η καπιταλιστική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής καθορίζει τα όρια της παραγωγής και της κατανάλωσης, ότι οι σχέσεις διανομής-ανταλλαγής και κατανάλωσης (και η ανισοτιμία/εκμετάλλευση σε αυτές) καθορίζονται από τις σχέσεις παραγωγής.
Παραγνωρίζει συνειδητά ότι μεγάλο μέρος της παραγωγής στο σύγχρονο καπιταλισμό αποτελείται από μέσα παραγωγής, δηλαδή από εμπορεύματα που καταναλώνονται από άλλους καπιταλιστές για τις παραγωγικές τους ανάγκες. Η αδυναμία διασφάλισης ικανοποιητικού ποσοστού κέρδους σε αυτούς τους κλάδους δεν μπορεί να ερμηνευτεί με τον ιδεατό «καταναλωτή εργαζόμενο» της ΧΑ. Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονιέται ότι σημαντικό μέρος της παραγωγής εμπορευμάτων προσανατολίζεται για εξαγωγή και όχι για άμεση εγχώρια κατανάλωση.
• Γενικότερα, η προβολή της μαρξιστικής ερμηνείας της οικονομικής κρίσης ως κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, ως κρίσης που γεννά το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, έχει ιδιαίτερη σημασία στην αντιπαράθεση με τη ΧΑ. Η ΧΑ αναγορεύει σε κύρια αιτία της βαθιάς κρίσης που πέρασε η ελληνική οικονομία τη λειτουργία του λεγόμενου «τοκογλυφικού» κεφαλαίου (ιδιαίτερα του διεθνούς) και τη διαμόρφωση μιας συνείδησης αλόγιστης «υπερκατανάλωσης» από τα λαϊκά νοικοκυριά που τροφοδότησε την ανάγκη για τραπεζικό δανεισμό. Αναπαράγει τη στρεβλή εικόνα της αντίθεσης «παρασιτικού-παραγωγικού κεφαλαίου», προκρίνοντας την ενίσχυση του παραγωγικού κεφαλαίου και των «παραγωγικών» καπιταλιστικών επενδύσεων, από τις οποίες υποτίθεται θα ωφεληθεί και η εργατική τάξη. Έτσι προβάλλει με διθυραμβικούς τόνους το μοίρασμα από την καπνοβιομηχανία «Καρέλιας» σε εργαζόμενούς της ενός μικρού μέρους της κλεμμένης υπεραξίας με τη μορφή μπόνους, ως «το καλό παράδειγμα της βιομηχανίας που σέβεται τους εργαζόμενους και υπηρετεί το Έθνος». Σε συλλυπητήριο μήνυμά της για το θάνατο του Σ. Σκλαβενίτη αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «υπήρξε υπόδειγμα της υγιούς επιχειρηματικότητας που χρειάζεται η Χώρα μας και στήριξε χιλιάδες οικογένειες, συμβιβάζοντας την αναγκαία ιδιωτική πρωτοβουλία με την αγάπη προς την Πατρίδα».
Αυτό που προσπαθεί επιμελώς να συσκοτίσει είναι ότι το χρηματικό-πιστωτικό κεφάλαιο, ως αυτοτελοποιημένη σφαίρα καπιταλιστικής δραστηριότητας, εμφανίστηκε ιστορικά όχι ως κάποιο απόστημα της παραγωγής, αλλά ως αναγκαίο συμπλήρωμά της προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου, να επιστρέφει πιο γρήγορα το κεφάλαιο στη σφαίρα της παραγωγής. Γι’ αυτό και οι «παραγωγικοί» (βιομήχανοι) καπιταλιστές αποδέχονται να μεταβιβάζουν μέρος της υπεραξίας που δημιουργείται αποκλειστικά στη σφαίρα της παραγωγής στους τραπεζίτες-καπιταλιστές ως κέρδος (τόκος). Στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, βιομηχανικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έχουν συγχωνευτεί στο χρηματιστικό κεφάλαιο. Ο παρασιτισμός στις διάφορες μορφές του (με πολύ χαρακτηριστική αυτή της διόγκωσης του πλασματικού κεφαλαίου, των «παιχνιδιών» με τις μετοχές, με το «κόψιμο κουπονιών», που έλεγε ο Λένιν) έχει γίνει αξεχώριστος συνοδοιπόρος του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
«Η Ελλάς είναι μια πλούσια χώρα. Παρόλο που στις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες καταστράφηκε η εθνική μας παραγωγή, η γεωργία και η κτηνοτροφία μας, εάν η Ελλάς λειτουργήσει ως ανεξάρτητο κράτος και όχι ως προτεκτοράτο ξένων δυνάμεων, μπορεί και πάλι να παράγει και να γίνει μία πλούσια και δυνατή χώρα»6.
Η ΧΑ παίρνει θέση στην ενδοαστική συζήτηση για τις συνολικότερες προτεραιότητες της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Προβάλλει ως «ατμομηχανή» για την καπιταλιστική ανάκαμψη την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων και ευρύτερα την αξιοποίηση των ενεργειακών πηγών της χώρας.
Επιπλέον, προκρίνει την ενίσχυση συγκεκριμένων κλάδων της μεταποιητικής βιομηχανίας και των μεταφορών. Στοιχίζεται έτσι με δυναμικά, ισχυρά τμήματα του εγχώριου μονοπωλιακού κεφαλαίου, που κάνουν σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίων στο εξωτερικό, έχουν έντονη εξαγωγική δραστηριότητα, συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς ενώσεις: Πρώτα και κύρια, με το εφοπλιστικό κεφάλαιο, αλλά και τη φαρμακοβιομηχανία, τις βιομηχανίες μετάλλου και τη ναυπηγοεπισκευή. Πρόκειται για κλάδους με μεγάλη συγκέντρωση κεφαλαίου και με δυναμική παρουσία ισχυρών μονοπωλιακών ομίλων.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον κλάδο της εμπορικής ναυτιλίας, κάτω από την παραδοσιακή αστική ομπρέλα που κομπάζει για μια «Ελλάδα - (αρχέγονη) θαλάσσια δύναμη», η ΧΑ δουλεύει συστηματικά, μέσα κι έξω από τη Βουλή, για την προώθηση των εφοπλιστικών συμφερόντων. Σε προηγούμενο άρθρο της ΚΟΜΕΠ7 αναφερθήκαμε αναλυτικά στο ζήτημα αυτό.
Στη σφαίρα της αγροτικής παραγωγής επιδίδεται σε μια κούφια αντιπλουτοκρατική ρητορική, με την οποία χαρακτηρίζει «καταστροφική» την πολιτική της ΕΕ και των πολυεθνικών. Αντιμετωπίζει τους αγρότες ως ενιαίο κοινωνικό στρώμα και θέτει υποκριτικά στο στόχαστρό της τους «μεσάζοντες», ενώ κλείνει πονηρά το μάτι στους ντόπιους βιομήχανους και μεγαλέμπορους.
Πυρήνας των τοποθετήσεων της ΧΑ για τον ελληνικό καπιταλισμό είναι η θέση ότι η Ελλάδα έχει χάσει την εθνική ανεξαρτησία της, έχει υποταχτεί σε «ξένους τοκογλύφους» και έχει μεταβληθεί σε «προτεκτοράτο», ότι κυριαρχεί η «ξενοκρατία». Παρουσιάζει έτσι τις ανισότιμες σχέσεις της καπιταλιστικής Ελλάδας με τα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ως προϊόν υποτέλειας, επιτροπείας, ξενοδουλείας της αστικής τάξης. Η ανισοτιμία στις διεθνείς σχέσεις αποκόπτεται τελείως από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Έτσι, συσκοτίζεται μια από τις βασικές νομοτέλειες του καπιταλισμού, που είναι ότι οι σχέσεις ανισότιμης αλληλεξάρτησης χτίζονται πάνω στη βάση της ανισόμετρης ανάπτυξης των διάφορων καπιταλιστικών οικονομιών, της δυνατότητας που διαθέτει η κάθε αστική τάξη να διεκδικήσει μεγαλύτερο ή μικρότερο μερίδιο από τη συνολική «λεία» της εκμετάλλευσης. Οι σχέσεις αυτές προσδιορίζονται με βάση τη συνολική ισχύ (οικονομική, πολιτική, στρατιωτική) του κάθε καπιταλιστικού κράτους. Αυτό το «δίκαιο του ισχυρού», η ΧΑ όχι μόνο δεν το αρνείται, αλλά επιδιώκει η καπιταλιστική Ελλάδα να έχει ενισχυμένο ρόλο σε αυτό το πλαίσιο. Και μοναδικός δρόμος που μπορεί να οδηγήσει σε κάτι τέτοιο είναι η αύξηση της «ανταγωνιστικότητας» του ελληνικού καπιταλισμού, μέσα από το παραπέρα ξεζούμισμα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Έτσι, το στρατηγικό συμφέρον της ελληνικής αστικής τάξης βαφτίζεται ως εθνικό και καλείται η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα να στοιχηθούν πίσω της.
Στη βάση αυτού του σχήματος, υποστηρίζεται ότι η αποκατάσταση της «εθνικής ανεξαρτησίας» προϋποθέτει την ανάπτυξη «εθνικής παραγωγής», την εξασφάλιση «εθνικής αυτάρκειας», τον περιορισμό του εξωτερικού δανεισμού.
• Τα άσφαιρα γενικόλογα συνθήματα περί «εθνικής ανεξαρτησίας» (που βέβαια δεν αποτελούν μονοπώλιο της ΧΑ), πέρα από εργαλεία προσεταιρισμού λαϊκών στρωμάτων, χρησιμοποιούνται για να στηρίξουν την επιδίωξη της εγχώριας αστικής τάξης να αναβαθμίσει τη θέση της στο πλαίσιο των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων, επιλέγοντας και τις πιο πρόσφορες συμμαχίες στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Όπως δήλωσε σε συνέντευξή του ο Ν. Μιχαλολιάκος («Κόντρα Channel», 5.9.2013) «εγώ, αν ήμουν στην εξουσία, θα ήμουν υπέρ της εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας, ενός μέρους, αλλά με ανταλλάγματα που εξασφαλίζουν άλλα πράγματα».
• Η θέση της ΧΑ περί «αυτάρκειας», θέση που πρόβαλε ιστορικά και το φασιστικό ρεύμα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, εκφράζει στην ουσία την αστική γραμμή ενός πιο ισχυρού κρατικού προστατευτισμού στην καπιταλιστική οικονομία, σε συνθήκες όξυνσης των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και βαθιάς οικονομικής κρίσης. Η αντίληψη που καλλιεργεί περί «αυτάρκειας» δεν έχει καμία σχέση με την ολόπλευρη αξιοποίηση του συνόλου των εγχώριων παραγωγικών δυνατοτήτων για την ικανοποίηση των διευρυμένων κοινωνικών αναγκών του λαού. Από αυτήν την άποψη, ταυτίζεται με τις τάσεις προστατευτισμού που έχουν εκφραστεί διεθνώς.
Συσκοτίζει ότι το κριτήριο της ανάπτυξης στον καπιταλισμό είναι οι ανάγκες κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων και όχι η αξιοποίηση του συνόλου των υπαρκτών παραγωγικών δυνατοτήτων για την ικανοποίηση των διευρυμένων κοινωνικών αναγκών. Ότι μόνο η κεντρικά σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας από την εργατική εξουσία μπορεί να αξιοποιήσει ολοκληρωμένα τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας προς όφελος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
• Η καταστροφολογία ότι δήθεν δεν παράγεται τίποτα στην Ελλάδα, ότι «η βιομηχανική παραγωγή βρίσκεται στα όρια της εξαφανίσεως», ότι «το 80% του παραγωγικού ιστού έχει μετατραπεί σε μεταπρατικό, εισαγωγικό» καλλιεργεί επί της ουσίας το έδαφος για την απλόχερη ενίσχυση καπιταλιστικών βιομηχανικών επιχειρήσεων από το αστικό κράτος και την αποδοχή θυσιών από τα λαϊκά στρώματα, προκειμένου «να μην ερημώσει ο τόπος». Πρόκειται για ένα πλατιά διαδεδομένο ιδεολόγημα που, για μια ακόμα φορά, δεν περιορίζεται στα όρια της εγκληματικής ναζιστικής οργάνωσης.
Θεμελιώνεται σε μια βαθιά λαθεμένη, αντιεπιστημονική κατανόηση της έννοιας του βιομηχανικού κεφαλαίου, που το περιορίζει αυστηρά στα όρια της μεταποίησης, αφήνοντας έξω σημαντικούς κλάδους της καπιταλιστικής βιομηχανικής παραγωγής, όπως αυτοί της ενέργειας, των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών. Επιπλέον, παραγνωρίζει τη συνύπαρξη παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων σε κλάδους όπως αυτός της μαζικής εστίασης, κτλ. Πρόκειται για κλάδους της παραγωγής που γνώρισαν ραγδαία εισροή κεφαλαίου τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ενίσχυση του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Επίσης η συρρίκνωση του ποσοστού του τομέα της μεταποίησης στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία, αλλά γενική τάση στην ΕΕ. Σχετίζεται με την εξαγωγή κεφαλαίου, την άνοδο της παραγωγικότητας και την ανισόμετρη ανάπτυξη στην ΕΕ και διεθνώς.
Ταυτόχρονα, στη σφαίρα της αγροτικής παραγωγής, η μείωση της μικρομεσαίας αγροτιάς τις τελευταίες δεκαετίες συμβαδίζει με την ακόμα βασανιστική, αλλά σταθερή, τάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου και εμφάνισης αγροτικών επιχειρήσεων οργανωμένων σε καπιταλιστική βάση (ιδιαίτερα στην κτηνοτροφία) και διασυνδεδεμένων με τις βιομηχανίες του κλάδου τροφίμων. Η πραγματική εικόνα του καπιταλισμού στην Ελλάδα απέχει λοιπόν παρασάγγας από την «παραγωγική έρημο» που χρησιμοποιεί ως προπαγανδιστικό τέχνασμα η ΧΑ. Τέχνασμα που στην ουσία αφήνει στο απυρόβλητο τις πιο δυναμικές μερίδες της αστικής τάξης στην Ελλάδα, κάνοντάς τις αθέατες.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
Με βάση τη συνολικότερη θέση της για την καπιταλιστική οικονομία στην Ελλάδα, η ΧΑ προβάλλει και τις πιο συγκεκριμένες προτάσεις της για τη διαχείρισή της προς όφελος του κεφαλαίου. Είναι ένα από τα κόμματα που χρησιμοποιούν έντονη αντιμνημονιακή ρητορική, μιλώντας (και αυτή) για «καταγγελία του Μνημονίου και διαγραφή του παράνομου χρέους» μέσα από διεθνή «λογιστικό έλεγχο». Φανερώνοντας ανεβασμένη αστική πολιτική οξυδέρκεια, διαβλέπει ότι τα αντιλαϊκά μέτρα μπορούν να οδηγήσουν «σε κατάρρευση του πολιτικού ελέγχου και έκλυση κοινωνικής βίας»8. Αναπαράγει τη θέση ότι τα μνημόνια αποτελούν ένα συνολικό σχέδιο των ξένων τοκογλύφων (κυρίως αναφέρουν τη Γερμανία), του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος ή, ενίοτε, συνολικά των δυτικών δυνάμεων για «τον καθολικό έλεγχο» της Ελλάδας και την αρπαγή του ορυκτού πλούτου της.
Η στάση της απέναντι στα μνημόνια δεν έχει καμιά σχέση με την υπεράσπιση λαϊκών δικαιωμάτων. Τοποθετείται από τη σκοπιά της αστικής τάξης και συγκεκριμένων τμημάτων του κεφαλαίου, όπως εκφράζονται και στις αντιθέσεις που κατά διαστήματα βγαίνουν στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Το πόσο κίβδηλη είναι η αντιμνημονιακή ρητορική τους φάνηκε από απάντηση του Κασιδιάρη σε συνέντευξή του στο «Bankingnews» στις 18.9.2015: «Το μνημόνιο της Χρυσής Αυγής στηρίζει τις μεταρρυθμίσεις, όχι όμως την ακραία και αποτυχημένη λιτότητα που επιβάλλει η Γερμανία [...] Το μνημόνιο της Χρυσής Αυγής δε θα είναι το μνημόνιο της Γερμανίας, αλλά το ελληνικό δημιούργημα, το ελληνικό σχέδιο ανάπτυξης». Ή, όπως θα έλεγε η ΕΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ, η Ελλάδα πρέπει να έχει την «ιδιοκτησία» των αντιλαϊκών προγραμμάτων!
Για την προώθηση των καπιταλιστικών επενδύσεων υπόσχεται σταθερούς και χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές για το κεφάλαιο (π.χ. συντελεστή 10% επί των επιχειρηματικών κερδών). Στο πρόγραμμά της, η ΧΑ προτείνει τη μετατροπή συγκεκριμένων ελληνικών νησιών σε ειδικές οικονομικές ζώνες - φορολογικούς «παραδείσους», με μηδενική φορολόγηση κερδών: «Τα περισσότερα ελληνικά πλοία έχουν ‘‘σημαίες ευκαιρίας’’ για να αποφύγουν τη γραφειοκρατία και τη φορολόγησή τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι ξένες σημαίες να κερδίζουν από την ελληνόκτητη ναυτιλία. Η Μεγάλη Βρετανία, για να σταματήσει την απώλεια εσόδων του κράτους, έδωσε ανεξαρτησία σε τρία νησιά (Guernsey, Jersey, Isle of Man), κρατώντας τα χρήματα της ναυτιλίας των. Η Ελλάδα μπορεί να κάνει το ίδιο δίνοντας ειδικό καθεστώς σε νησιά μας, όπως η Ύδρα και η Χίος, που έχουν μακροχρόνια ναυτική παράδοση. Αυτό θα αποφέρει χρήματα στη χώρα και νέες θέσεις εργασίας σε Έλληνες».
Η ΧΑ στηρίζει στην ουσία τις απολύσεις στο δημόσιο τομέα και το χτύπημα στα εργασιακά δικαιώματα των δημόσιων υπαλλήλων (μιλώντας για εκατοντάδες χιλιάδες υπαλλήλους «που διορίστηκαν αναξιοκρατικά και σε θέσεις άνευ αντικειμένου, με μόνο στόχο τη στήριξη του κομματικού κράτους»). Την ίδια ώρα, μιλά καθαρά για αύξηση των δημόσιων επενδύσεων για να ενισχυθούν οι καπιταλιστές και να τονωθεί η καπιταλιστική οικονομία. Χαρακτηρίζουν τεμπέληδες όσους δε δουλεύουν, ρίχνοντας την ευθύνη στους ανέργους που δεν πάνε να δουλέψουν για 10-20 ευρώ, π.χ. στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις παραγωγής φράουλας. Κάνουν προτάσεις να μειωθούν οι μισθοί και τα δικαιώματα των ναυτεργατών για να ενισχυθεί δήθεν η εργασία στη ναυτιλία.
Στο «Πολιτικό Πρόγραμμα» του 8ου Συνεδρίου έχουν διαφοροποιήσει τη θέση τους σε σχέση με το ζήτημα της συμμετοχής του αστικού κράτους σε επιχειρήσεις. Ενώ σε προηγούμενα προγραμματικά κείμενα μιλούσαν για «εθνικοποιήσεις» στο τραπεζικό σύστημα, στον κλάδο μετάλλου, στην αμυντική βιομηχανία και στους υδρογονάνθρακες (γενικά στην ενέργεια), στη συνεδριακή αυτή απόφαση αποφεύγουν να πάρουν συγκεκριμένη θέση. Επέλεξαν τη γενικόλογη και αόριστη θέση ότι η ΧΑ «θεωρεί απαραίτητη την παραμονή υπό κρατική διαχείριση και έλεγχο, των επιχειρήσεων στρατηγικού ενδιαφέροντος».
Ο Ν. Μιχαλολιάκος σε πρόσφατη συνέντευξή του δήλωσε ότι θα συμφωνούσε με παραχωρήσεις (π.χ. «Ελληνικό» κ.ά.), εφόσον η πλειοψηφία των μετοχών ανήκει σε Έλληνες. Επισημαίνουμε ακόμα ότι πλέον δεν αμφισβητείται από τη ΧΑ η ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ και η παράδοσή του στην COSCO, παρά το ότι αρχικά είχε εκφράσει την καταδίκη της για τη συγκεκριμένη πώληση. Αντίθετα, στις πρόσφατες κινητοποιήσεις για την υπογραφή ΣΣΕ, η ΧΑ πρόσφερε απλόχερη βοήθεια στην COSCO για το στήσιμο απεργοσπαστικού μηχανισμού. Έγινε προσπάθεια να μεταφερθούν απεργοσπάστες, κυρίως χρυσαυγίτες, με πλοιάριο από την προβλήτα του Φαλήρου στις προβλήτες της COSCO. Επιπλέον, συκοφαντήθηκε ο απεργιακός αγώνας, με το διχαστικό επιχείρημα ότι «ο μέσος μισθός των εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης στο Σταθμό είναι 1.600 ευρώ, τη στιγμή που στην υπόλοιπη αγορά είναι κάτω από 600 ευρώ»9.
Παρόμοια στάση σιωπηλής αποδοχής κράτησε και για την πρόσφατη πώληση του ΟΛΘ.
Αξίζει ακόμα να σημειώσουμε ότι από τις παλιότερες θέσεις, που έκαναν λόγο για «άμεση εθνικοποίηση των τραπεζικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει κεφαλαιακή ενίσχυση με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου και συγχώνευση των φαλιρισμένων ιδιωτικών τραπεζών σε μια ισχυρή εθνική τράπεζα», στα σημερινά προγραμματικά ντοκουμέντα της ναζιστικής οργάνωσης έχει απομείνει η απλή διαπίστωση ότι το τραπεζικό σύστημα πρέπει «να διευκολύνει την εργασία, την παραγωγή και την κοινωνική δικαιοσύνη» και το αίτημα επανίδρυσης της Αγροτικής Τράπεζας «υπό την αιγίδα του κράτους.10
Στην αγροτική παραγωγή οι θέσεις της ΧΑ δεν παρεκκλίνουν από τους γενικούς στόχους του κεφαλαίου, όπως αυτοί αποτυπώνονται στην ΚΑΠ. Προτείνει «συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ αγροτικών παραγωγών και εμπορικών επιχειρήσεων», δηλαδή την προώθηση των «ομάδων παραγωγών» και της συμβολαιακής γεωργίας, που στόχο έχουν τη συγκέντρωση και τον έλεγχο της παραγωγής από τα μονοπώλια. Διάφορες επιμέρους προτάσεις της ήδη αποτελούν άξονες της ΚΑΠ για την αύξηση της παραγωγικότητας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας (ιδιοπαραγωγή ζωοτροφών, «ορθολογική» χρήση του νερού, ανακύκλωση υπολειμμάτων, «αυστηρότερες προδιαγραφές παραγωγής» κτλ.). Προβάλλοντας προπαγανδιστικά την περίοδο της δικτατορίας, ζητάει επιπλέον κρατική παρέμβαση, με επιδοτήσεις από το ταμείο για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, με διαγραφή αγροτικών χρεών, με μείωση του ΦΠΑ κτλ.
ΣΤΥΓΝΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ
Η εκτόξευση της ανεργίας στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης έφερε το συγκεκριμένο ζήτημα στο επίκεντρο της προσοχής όλων των αστικών κομμάτων, ως μια βραδυφλεγή βόμβα που θα μπορούσε να οξύνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Η ρητορική της ΧΑ για την ανεργία χρησιμοποιεί την αστική επιχειρηματολογία ενάντια στα συνδικαλιστικά και εργατικά δικαιώματα, γιατί «διώχνουν τις επενδύσεις που θα δώσουν εργασία». Είναι αποκαλυπτική η άποψη που ανοιχτά προβάλλουν τα τσιράκια της στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη στο Πέραμα: «Θα μπορούσαμε να χαμηλώσουμε τα μεροκάματά μας, να εγγυηθούμε στους Έλληνες εφοπλιστές ότι, αν φέρουν τα βαπόρια τους εδώ, θα σταματήσουμε τις απεργίες που γίνονταν όλα αυτά τα χρόνια για διάφορους λόγους»11. Εδώ αποκαλύπτεται πλήρως ο ρόλος της ΧΑ ως υποστηρικτή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ως κήρυκα της φθηνής εργατικής δύναμης για την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Σε αυτό που ως ένα βαθμό διαφοροποιείται από τις άλλες αστικές δυνάμεις είναι ότι έχει κάνει σημαία της –όπως κάθε φασιστική και εθνικιστική οργάνωση– ότι για την ανεργία των Ελλήνων εργαζόμενων ευθύνονται τάχα οι ξένοι εργάτες και, κατά δεύτερο λόγο, οι επιχειρηματίες που τους προτιμούν. Με πρόφαση τη διογκωμένη ανεργία των χρόνων της κρίσης, το δηλητήριο του ρατσισμού και της ξενοφοβίας αξιοποιείται για να καλλιεργηθεί μια μακρόχρονη υποταγή στους κεφαλαιοκράτες και η αποδοχή των μισθών πείνας στο όνομα προστασίας της ελληνικής φυλής, προκειμένου να μην προσλαμβάνονται οι «ξένοι» που «θα μας κάνουν μειοψηφία στον τόπο μας». Σημαντικό στοιχείο σχετικά με το ρόλο της ΧΑ αποτελεί η προσπάθειά της να αναπτύξει οργανωμένη μαζική δράση ενάντια στο ταξικά προσανατολισμένο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, γεγονός που χαρακτηρίζει ιστορικά το φασιστικό ρεύμα.
Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και την εκτόξευση στα ύψη της ανεργίας, προσαρμοζόμενη και στις αναγκαιότητες του κεφαλαίου για συμπίεση των μισθών, η ΧΑ διαφοροποίησε κάπως τη ρητορική της, αφού πλέον δεν μπορούσε να σταθεί το επιχείρημα ότι για την ανεργία ευθύνονται οι ξένοι εργάτες. Έτσι, πλέον θέτουν θέμα για «εργασία πρώτα ή μόνο στους Έλληνες», ενώ μιλούν για απέλαση μόνο των «λαθρομεταναστών» και των «μη νόμιμων» –χωρίς χαρτιά– ξένων εργατών.
Φυσικά, το πώς εννοεί η ΧΑ την καταπολέμηση της ανεργίας, το έχει αποδείξει περίτρανα η ίδια δημιουργώντας, ανοιχτά ή συγκαλυμμένα, δουλεμπορικά γραφεία και προωθώντας, μέσα από διάφορα κανάλια, φθηνό εργατικό δυναμικό σε επιχειρηματίες, με χαμηλά μεροκάματα και χωρίς δικαιώματα12. Παλιότερα είχαν προτείνει οι επιδοτούμενοι άνεργοι να υποχρεούνται να δουλεύουν εθελοντικά στο δημόσιο τομέα. Προτείνουν την κρατική επιδότηση των επιχειρηματιών για να καλύπτεται μέρος της μισθοδοσίας, πολιτική που βέβαια υλοποιείται μεθοδικά απ’ όλες τις αστικές κυβερνήσεις. Δεν καταγγέλλουν τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, δε θέτουν θέμα για μόνιμη σταθερή εργασία για όλους τους εργαζόμενους με πλήρη δικαιώματα.
Καταφεύγουν σε διάφορες προτάσεις συγκάλυψης της ανεργίας και διαχείρισης της απόλυτης εξαθλίωσης. Για παράδειγμα, στο πολιτικό πρόγραμμά τους αναφέρουν: «Οι χώροι πρασίνου θα επιτρέψουν σε κάθε οικογένεια να καλλιεργήσει ένα κομμάτι γης στο οποίο θα έχει κατοχυρωμένο δικαίωμα, ενόψει και των ιστορικών φάσεων τις οποίες διερχόμαστε και οι οποίες οδηγούν στη ριζοσπαστικοποίηση της σοβαρής κρίσης που ήδη υπάρχει». Τέτοιες προτάσεις παρουσιάζονται σαν δήθεν ριζοσπαστικές και από οπορτουνιστικές και αναρχοαυτόνομες ομάδες. Για μια περίοδο προβάλλονταν και από το ΣΥΡΙΖΑ. Κινούνται στο γενικότερο πλαίσιο διαχείρισης της εξαθλίωσης που ακολουθούν όλες οι κυβερνήσεις της ΕΕ για να προστατευτεί το καπιταλιστικό σύστημα. Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργούν και οι προτάσεις της ΧΑ για την παροχή κινήτρων σε ανέργους προκειμένου αυτοί να καλλιεργήσουν αχρησιμοποίητες γαίες σε ακριτικές περιοχές των συνόρων. Η πρότασή της συμβάλλει στο άδειασμα των αστικών κέντρων από το εύφλεκτο υλικό του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού, που «είναι σε θέση να πάρει φωτιά και να εκραγεί ή να αρχίσει έναν τρελό χορό στους δρόμους των μεγαλουπόλεων»13.
ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΚΑΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ
Οι προτάσεις των αστικών πολιτικών δυνάμεων για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού συνδέονται αναπόσπαστα με τις προσεγγίσεις τους σε ό,τι αφορά τις διεθνείς σχέσεις και συμμαχίες.
Στην ιστορική της διαδρομή η ΧΑ εμφανιζόταν προπαγανδιστικά ως πολιτική δύναμη που «καταδικάζει» την καπιταλιστική διεθνοποίηση, το διεθνές ελεύθερο εμπόριο, προκρίνοντας τον προστατευτισμό. Από την άλλη όμως, ως αστικό κόμμα, ήταν πάντα αναγκασμένη να παίρνει υπόψη της τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες της αστικής τάξης.
Έτσι, θεωρεί ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ είναι αναγκαία στη βάση του «ρεαλισμού»… για την «αντιμετώπιση» των «εξωτερικών κινδύνων». Ή, όπως έλεγε σε συνέντευξή του ο Ν. Μιχαλολιάκος («BLUE SKY», 9.9.2015): «Θα παραμείνει η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ μέχρι να διαλυθεί [...] μέχρι να εκσυγχρονιστεί η Ελλάδα σε όπλα, γιατί εξαρτάται από το ΝΑΤΟ στους εξοπλισμούς».
Η ΧΑ παίρνει υπόψη τις αντιθέσεις των ιμπεριαλιστικών κέντρων, τους ανταγωνισμούς που εξελίσσονται και προσαρμόζει τις θέσεις της. Από την άλλη μεριά, κρατάει έντονα αντιγερμανική στάση, αντανακλώντας αντίστοιχες τάσεις στους ανταγωνισμούς των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κέντρων. Τοποθετεί την Τουρκία ως Νο 1 εχθρό της Ελλάδας. Στο «Πολιτικό πρόγραμμα» του 8ου Συνεδρίου της ΧΑ αναφέρεται: «Η Τουρκία είναι η κυρίαρχη σε βάρος μας κρατική απειλή και αναμφισβήτητα αποτελεί μια ανερχόμενη γεωπολιτική δύναμη, ενώ με έκδηλη επεκτατική πρόθεση επεκτείνει την επιρροή της στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και τον Καύκασο». Αρθρογράφοι της υποστηρίζουν ότι, σε αντίθεση με την Ελλάδα και την Κύπρο, η Τουρκία δε συμπεριφέρεται με «υποτέλεια και δουλοπρέπεια στα κελεύσματα του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και του Ισραήλ» κι εκτιμούν ότι η επιθετικότητά της το τελευταίο διάστημα στην κυπριακή ΑΟΖ αποτελεί «προπέτασμα και αντιπερισπασμό» προκειμένου να δράσει εκεί που διαθέτει «συντριπτική ισχύ και στρατιωτικό πλεονέκτημα» (στο ίδιο το έδαφος της Κύπρου)14.
Στο έδαφος τέτοιων εκτιμήσεων, η ΧΑ προτείνει συμμαχίες με κριτήριο τα γενικότερα συμφέροντα της αστικής τάξης. «Η Ελλάς πρέπει να μάθει πώς να επιζεί στηριζόμενη στα γεωπολιτικά μέσα της ή να εφεύρει έναν τρόπο να καταστεί αναγκαία σε μία ή περισσότερες μεγάλες δυνάμεις, ή να αναζητήσει μια διαρκή “ειρήνη υποταγής” με την Τουρκία, δηλαδή να συναινέσει στην ολοσχερή αυτοαπαξίωση και ιστορική αυτοκτονία της».
Στο παρελθόν η ΧΑ ήταν μια από τις πολιτικές δυνάμεις που προέβαλαν διακηρυκτικά τη συνεργασία με τη Ρωσία, πρώτα και κύρια στο πεδίο της εκμετάλλευσης των ενεργειακών πηγών και ως μερικό αντίβαρο στον κυρίαρχο (και ουσιαστικά μη αμφισβητούμενο, όπως θα φανεί στη συνέχεια) ρόλο των ΗΠΑ στην περιοχή. Η προσέγγιση αυτή είχε και δημαγωγικό χαρακτήρα. Η όξυνση των γενικότερων αντιθέσεων στην ευρύτερη περιοχή οδήγησε τη ΧΑ να απεκδυθεί το μανδύα μιας τάχα εναλλακτικής εξωτερικής πολιτικής και να ευθυγραμμιστεί με τις γενικότερες στοχεύσεις και την εξωτερική πολιτική της αστικής τάξης.
Σε πρόσφατο άρθρο15 του, ο Ν. Μιχαλολιάκος αναφέρεται στη «συμμαχία, κατά κάποιο τρόπο, της Ρωσίας με την Τουρκία», στεκόμενος στην κατασκευή πυρηνικού σταθμού, «που είναι το πρώτο βήμα για να αποκτήσει η Τουρκία πυρηνικά όπλα», και στο ζήτημα των S-400. Ο Ν. Μιχαλολιάκος, αποτιμώντας ως ιδιαίτερα αρνητική αυτήν τη συμμαχία, καταλήγει στην ανάγκη αναβάθμισης της αξιοποίησης της Σούδας και της γεωπολιτικής θέσης της χώρας, προκειμένου να «απαιτήσει από την Ουάσινγκτον την κάλυψή της». Ευθυγραμμίζεται, δηλαδή, με την εξωτερική πολιτική της αστικής τάξης, που βλέπει ως ευκαιρία τον κλονισμό των σχέσεων ΝΑΤΟ-Τουρκίας προκειμένου να ισχυροποιηθεί η θέση της Ελλάδας στη Ν/Α Μεσόγειο και μέσα στο ΝΑΤΟ.
Χρειάζεται να σημειωθεί ότι, στις αποφάσεις του 8ου Συνεδρίου της, η ΧΑ είχε ήδη διαφοροποιήσει τη ρητορική της απέναντι στις ΗΠΑ, εκδηλώνοντας πιο θετική στάση και στρογγυλεύοντας την κριτική σε σχέση με προηγούμενα κείμενά της. Είναι πολύ χαρακτηριστική η ακόλουθη τοποθέτηση στο Πολιτικό της Πρόγραμμα: «Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ καθορίζουν και τις κύριες ευρωπαϊκές στρατηγικές επιλογές στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας, και εφόσον οι ΗΠΑ εξακολουθήσουν να αποτελούν τον κύριο ρυθμιστή των πραγμάτων στη Ν/Α Μεσόγειο, η γεωστρατηγική αντίληψη του ελλαδικού χώρου, όπως και η αμυντική πολιτική της χώρας μας, οφείλει να παρακολουθεί και να λαμβάνει υπόψη την αντίληψη των ΗΠΑ για τον ευρύτερο μεσογειακό χώρο και, συνακόλουθα, τις μείζονες στρατηγικές επιλογές τους ... Η δυναμική της χωροθεσίας στην Ελλάδα από γεωπολιτικής απόψεως ουδέποτε ευνόησε την ουδετερότητα»16. Υποκλίσεις στον κυρίαρχο ιμπεριαλισμό στο όνομα του ρεαλισμού!
Η ΧΑ υποστήριξε ένθερμα τον Ντ. Τραμπ και τις πολιτικές θέσεις του, ενώ δε χάνει την ευκαιρία να εκδηλώνεται θετικά για πλευρές της πολιτικής του. Μετά την εκλογή του στην προεδρία των ΗΠΑ, η ΧΑ εκδηλώνει ακόμα πιο θετική στάση απέναντι στις ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι απέφυγε οποιαδήποτε καταδίκη της παράτασης της συμφωνίας για τη βάση της Σούδας ή των παρεμβάσεων της πρεσβείας των ΗΠΑ σχετικά με την Αλεξανδρούπολη. Στα ζητήματα εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων, παρόλο που φραστικά αναγνωρίζει την «αμερικανική ιδιοτέλεια», αντιμετωπίζει με δύσκολα καλυπτόμενο θαυμασμό την προβολή ισχύος των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ στα όρια της κυπριακής ΑΟΖ, ως «σημαντικό μήνυμα προστασίας των ερευνητικών πλοίων της Exxon Mobil από την τουρκική επιθετικότητα»17.
Η διακύμανση των θέσεων της ΧΑ σχετικά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και στην ΕΕ αποκαλύπτει το βαθιά συστημικό χαρακτήρα αυτού του κόμματος, την προσπάθειά του να ελιχτεί προκειμένου να εξυπηρετήσει πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Έτσι, από τη μια μεριά, σε παρεμβάσεις στελεχών της και σε άρθρα αναδεικνύεται η αναγκαιότητα προστατευτισμού σε ευρωενωσιακό επίπεδο (και όχι στενά στο πλαίσιο της Ελλάδας), εντοπίζοντας το πρόβλημα στην ελεύθερη εισαγωγή φθηνών εμπορευμάτων από τρίτες χώρες, κυρίως της Ασίας. Σε πρόσφατη τοποθέτηση του ευρωβουλευτή της ΧΑ Φουντούλη (14.3.2018) αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Η απόφαση του Προέδρου Τραμπ να επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου είναι μια προαναγγελθείσα, πολύ σωστή κίνηση για τις ίδιες τις ΗΠΑ και τους πολίτες της. Δίνει προτεραιότητα στις αμερικανικές βιομηχανίες. Η Ένωση καλό θα ήταν να έδινε και εκείνη προτεραιότητα στους Ευρωπαίους πολίτες και όχι να προωθεί τη μετανάστευση των βιομηχανιών της Ευρώπης».
Στο ίδιο πλαίσιο, ασκείται κριτική στη συμφωνία της ΕΕ με τον Καναδά. Ταυτόχρονα, ζητείται η ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού των ελληνικών επιχειρήσεων. Συμπερασματικά, πρόκειται για μια κριτική στην ΕΕ που επικεντρώνει στο ότι η κυρίαρχη πολιτική που ασκείται δε στηρίζει επαρκώς την «οικονομική ελευθερία» και την ελεύθερη αγορά εντός ευρωενωσιακού πλαισίου, ότι πλήττει κυρίως τις «χώρες του Νότου». Προτείνεται μια γραμμή διαπραγμάτευσης εντός της ΕΕ, που προσεγγίζει τη γραμμή των κυβερνήσεων του Βίσενγκραντ (προσφυγικό, εθνική αυτοτέλεια στην εξωτερική πολιτική κτλ.).
Την περίοδο 2012-2013, στην κορύφωση της καπιταλιστικής κρίσης και της αστάθειας του αστικού πολιτικού συστήματος, η ΧΑ εμφανιζόταν με προσεκτικό τρόπο ως υποστηρικτής της αξιοποίησης «εθνικού» νομίσματος. Παρά το ότι τοποθετείται υπέρ των κομμάτων στην ΕΕ που εκφράζουν το ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα και εκδήλωσε ενθουσιασμό για το Brexit, από το 2014 δε θέτει πια ανοιχτά ζήτημα εξόδου από την Ευρωζώνη, προσαρμοζόμενη στην κυρίαρχη επιλογή της εγχώριας αστικής τάξης. Μάλιστα, μετά από 2015 επιχειρηματολογεί ότι θα ήταν καταστροφική για την Ελλάδα μια ενδεχόμενη άμεση έξοδος από την Ευρωζώνη σε «συνθήκες παρατεταμένης κρίσης» και «εξάρτησης» της οικονομίας.
Πρέπει, ωστόσο, να παρακολουθήσουμε στενά την εξέλιξη των θέσεών της πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, στο βαθμό που αυτές προσαρμόζονται ευέλικτα στις επιδιώξεις ισχυρών μερίδων του κεφαλαίου ή και επιχειρούν να ενσωματώσουν μια σχετικά ρηχή λαϊκή διαμαρτυρία και αγανάκτηση που επικεντρώνει στην «ξένη» αιτία των δεινών. Κατά τη διάρκεια του 2017 ο Ν. Μιχαλολιάκος επανέφερε με μια σειρά τοποθετήσεις του το ζήτημα της εξόδου από την Ευρωζώνη. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του: «Στις επόμενες εκλογές η Χρυσή Αυγή θα έχει ως βασικό πολιτικό επιχείρημα την επιστροφή στη δραχμή, γιατί το ευρώ απέτυχε, καθώς και έξοδο από την Ευρωζώνη [...] Η επιστροφή στη δραχμή και η καταγγελία των μνημονίων, άρα και έξοδος από την Ευρωζώνη, δε θα είναι ένας περίπατος, τα πρώτα 2-3 χρόνια θα είναι ένα σοκ όπου όλοι θα περάσουμε δύσκολα, αλλά μετά θα ορθοποδήσουμε…» («Bankingnews», 2.1.2017).
ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΕ ΚΟΜΒΟ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ
Έχει σημασία να σταθούμε ξεχωριστά στις θέσεις της ΧΑ πάνω στα ζητήματα της ναυτιλίας, των μεταφορών, της ενέργειας και του ορυκτού πλούτου, τόσο γιατί συνιστούν κεντρικό κομμάτι της πολιτικής της πρότασης για τον ελληνικό καπιταλισμό, όσο και γιατί πρόκειται για κλάδους στρατηγικής σημασίας για το ελληνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο.
Στο «Πολιτικό Πρόγραμμα» του 8ου Συνεδρίου της ΧΑ προβάλλονται με αναλυτικό τρόπο οι μακρόπνοοι σχεδιασμοί της αστικής τάξης για μετατροπή του άξονα Μακεδονίας-Θράκης σε ενεργειακό-διαμετακομιστικό κόμβο, με την αξιοποίηση λιμανιών και σιδηροδρομικών δικτύων:
«H χώρα μας αποτελεί το κλειδί στο Ευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών. Με την ευρωπαϊκή λιμενική πολιτική να αποκτά μεγάλη ένταση και με την ένταξη 25 ελληνικών λιμένων στο διευρωπαϊκό λιμενικό δίκτυο (ΤΕΝ-Τ), μπορούμε να αποκτήσουμε μια νέα δυναμική στο διεθνές εμπόριο. Η Χρυσή Αυγή προτείνει:
– Δημιουργία δικτύου για τους λιμένες Θεσσαλονίκης-Καβάλας-Αλεξανδρουπόλεως, σε σύνδεση με το σιδηροδρομικό μας δίκτυο, σε συνεργασία με τη ρωσική κρατική σιδηροδρομική εταιρία και ανάπτυξη του σιδηροδρομικού διαδρόμου Sea 2 Sea (Καβάλα-Αλεξανδρούπολη-Βουλγαρία-Ρωσία), με την ταυτόχρονη σύνδεση του δικτύου Μόσχα-Καζάν.
– Οι Ρώσοι θα μπορούν να επενδύσουν σε ελληνικούς λιμένες, αναπτύσσοντας σύγχρονα διαμετακομιστικά κέντρα. Έτσι, δυνητικά μπορούμε να αναδειχθούμε σε περιφερειακό εμπορικό κέντρο, λαμβάνοντας υπόψη τη μικρή απόσταση των λιμανιών μας από τα σύνορά μας. Οι λιμένες Θεσσαλονίκης-Καβάλας-Αλεξανδρουπόλεως έχουν συνάμα μείζον ενεργειακό ενδιαφέρον, αφού στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν οι εγκαταστάσεις των ΕΛΠΕ, στην Καβάλα δραστηριοποιείται η «KAVALA OIL» και για το λιμάνι της Αλεξανδρουπόλεως υπάρχει η εκπεφρασμένη πρόθεση των Ρώσων να εγκαταστήσουν πλωτή δεξαμενή αποθήκευσης φυσικού αερίου LPG-LNG».
Χρειάζεται να επισημανθεί καταρχάς ότι οι παραπάνω προτάσεις εντάσσονται από την ίδια τη ΧΑ στο ευρωενωσιακό πλαίσιο για τα λιμάνια και τη ναυτιλία (διευρωπαϊκό λιμενικό δίκτυο κτλ.). Δεν αμφισβητείται, δηλαδή, ο κυρίαρχος σήμερα στρατηγικός προσανατολισμός της αστικής τάξης. Υιοθετούνται όμως ταυτόχρονα και οι ήδη εκφρασμένοι σχεδιασμοί ρωσικών μονοπωλιακών ομίλων για την εκμετάλλευση υποδομών στην περιοχή, με προσπάθεια μάλιστα να ενταχτούν τα οικονομικά αυτά σχέδια στις ευρύτερες γεωστρατηγικές επιδιώξεις της Ρωσίας στη Ν/Α Μεσόγειο.
Παρά τις παλιότερες διακηρύξεις περί «πολυδιάστατης» εξωτερικής πολιτικής, με βάση το «εθνικό συμφέρον», η ΧΑ αποδέχεται σήμερα στην πράξη τον ατλαντικό προσανατολισμό, την έρευνα και εκμετάλλευση των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων από την αμερικανική Exxon Mobil και τη γαλλική Total, τα ατλαντικά σχέδια μεταφοράς LNG στα Βαλκάνια από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, τη συνεργασία με το Ισραήλ στον αγωγό EastMed. Προβάλλει τη γνωστή αστική επιχειρηματολογία:
«Με δεδομένο ότι η Ελλάς τη στιγμή αυτή, δε διαθέτει την απαραίτητη τεχνογνωσία έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων, ένα σημαντικό αντισταθμιστικό όφελος από τη χώρα προέλευσης και συμφερόντων της εταιρίας η οποία θα αναλάβει την εργασία πρέπει να είναι η στρατηγική συμμαχία και η συνακόλουθη προστασία των ελληνικών υποθαλασσίων οικοπέδων. Η επιλογή της εν λόγω εταιρίας, πέραν του μονεταριστικού οφέλους (ήτοι του ποσοστού των κερδών που θα αποκομίζει το Ελληνικό Δημόσιο), πρέπει επίσης να διενεργηθεί σύμφωνα με τις γεωπολιτικές αρχές που προαναφέραμε. Έτσι, ο μόνος δρόμος που θα απομείνει στην Τουρκία είναι η επίσημη εναντίωση στη Σύμβαση εξόρυξης-εκμετάλλευσης, γεγονός βεβαίως που θα συνιστά de facto αναγνώρισή της. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η Τουρκία επιμένει σε ανεπίσημους δρόμους, γιατί γνωρίζει ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου επί του ζητήματος της οριοθέτησης ΑΟΖ θα είναι θετική για την Ελλάδα […]
– Στόχος της Χρυσής Αυγής είναι η άμεση έναρξη της διαδικασίας εξόρυξης των ελληνικών ενεργειακών κοιτασμάτων, με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας. Συνεπώς, πρώτη και κύρια στρατηγική κίνηση είναι η καταγγελία στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ του τουρκικού casus belli και η άμεση επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Το βήμα αυτό καθιστά το Αιγαίο κλειστή ελληνική θάλασσα και μας δίνει τη δυνατότητα ελέγχου της ναυσιπλοΐας στα Στενά των Δαρδανελίων. Καθοριστικός παράγων για τις εξελίξεις στο επίπεδο αυτό είναι η Ρωσία, της οποίας τα συμφέροντα ταυτίζονται με τις ελληνικές θέσεις. Η ταύτιση αυτή δύναται να μετεξελιχθεί σε μείζονα ενεργειακή και αμυντική συμφωνία, με στόχο την εξάλειψη της τουρκικής απειλής.
– Εφαρμογή του “Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΔΕΑΧ) Ελλάδος-Κύπρου”, το οποίο σε συνδυασμό με τις εφαπτόμενες ΑΟΖ των δύο κρατών θα ισοδυναμεί με de facto Ένωση της μαρτυρικής Μεγαλονήσου με την Ελλάδα».
Το ζήτημα των υδρογονανθράκων και του ορυκτού πλούτου είναι ένας ακόμα τομέας όπου η ΧΑ περιόρισε δραστικά τις κορόνες της περί «εθνικοποίησης». Στα ντοκουμέντα του 8ου Συνεδρίου τους έχουν απαλείψει κάθε αναφορά σε εθνικοποιήσεις. Επίσης, δεν παρουσιάζουν προτάσεις αναβάθμισης της υποδομής και της λειτουργίας του αρμόδιου φορέα, της ΕΔΔΕΥ.
Στην ιστοσελίδα της ΧΑ εκθειάζονταν παλιότερα κινήσεις που έκανε η κυβέρνηση της Κύπρου και χρησιμοποιούνταν ως παράδειγμα για την Ελλάδα: «Σε άμεση διαδικασία τιτλοποίησης των κοιτασμάτων οδεύει η Κύπρος [...] Η Λευκωσία φαίνεται ότι προχωρά στην τρίτη επιβεβαιωτική γεώτρηση των κοιτασμάτων μέσα στο επόμενο άμεσο χρονικό διάστημα. Φυσικά η γεώτρηση θα γίνει από την εταιρία Noble [...] Η τρίτη γεώτρηση και η έναρξη τιτλοποίησης των κοιτασμάτων έπρεπε να είχε γίνει εδώ και αρκετό καιρό. Από τη στιγμή που υπάρχει επιβεβαίωση και πιστοποιηθούν τα κοιτάσματα, μπορούν να ανακηρυχθούν εμπορεύσιμα και θα έχουν μια συγκεκριμένη αξία. Τα ίδια, φυσικά, ισχύουν και για την Ελλάδα». Φυσικά οι αισιόδοξες αυτές εκτιμήσεις μετριάστηκαν ή και εξαφανίστηκαν μετά τη στρατιωτική παρέμβαση της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ.
Στο πολιτικό πρόγραμμα που εγκρίθηκε στο 8ο Συνέδριό της η ΧΑ αναδεικνύει την πρόταση να δοθεί ειδικό καθεστώς σε νησιά με «ναυτική παράδοση» (Ύδρα, Χίος), έτσι ώστε αυτά να γίνουν πόλος έλξης ελληνόκτητων πλοίων που σήμερα βρίσκονται κάτω από σημαίες ευκαιρίας. Η πρόταση αυτή για δημιουργία φορολογικών παραδείσων για το εφοπλιστικό κεφάλαιο, με συνθήκες εργασιακής γαλέρας για τους ναυτεργάτες (με το κερασάκι κάποιων νέων θέσεων εργασίας), δημιουργεί και επιπρόσθετα σοβαρά ερωτηματικά, ιδιαίτερα όταν γίνεται λόγος για νησιά που βρίσκονται σε «γκρίζες ΝΑΤΟϊκές ζώνες», με ενεργειακά κοιτάσματα και βασικούς θαλάσσιους δρόμους μεταφοράς εμπορευμάτων όπου συγκρούονται μεγάλα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Η παρομοίωση με τα νησιά της Μάγχης και της θάλασσας της Ιρλανδίας και το ειδικό στάτους τους, που κάνει η ΧΑ, είναι άκαιρη και παραπλανητική, μια που γι’ αυτά δεν έχει εγερθεί ζήτημα αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους τελευταίους αιώνες.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΠΓΔΜ
Το ζήτημα των σχέσεων της Ελλάδας με την ΠΓΔΜ και της ένταξης της τελευταίας στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των σχεδίων της ελληνικής αστικής τάξης «να επανακάμψει πιο ισχυροποιημένη στα Βαλκάνια, μετά μάλιστα από την κρίση που επηρέασε και τη βαλκανική διείσδυσή της»18. Η ανακίνηση του ζητήματος από τα ιμπεριαλιστικά επιτελεία δίνει την ευκαιρία στη ΧΑ να αναβαπτιστεί στο αστικό πολιτικό σύστημα και να αποδείξει τη χρησιμότητά της στους σχεδιασμούς της αστικής τάξης, φυσικά στον ιδιαίτερο, διακριτό της ρόλο στο δίπολο «εθνικισμού-κοσμοπολιτισμού».
Η ΧΑ, προτάσσοντας το ζήτημα του ονόματος της γειτονικής χώρας, χαρακτηρίζει προδοσία και μειοδοσία την υιοθέτηση της όποιας σύνθετης ονομασίας. Θέτει ζήτημα να προβάλει η Ελλάδα βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ αν δεν ικανοποιηθεί η θέση για μη χρήση του ονόματος «Μακεδονία». Ισχυρίζονται ότι είναι ψευδεπίγραφο το επιχείρημα ότι οι υπόλοιπες χώρες έχουν αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα σαν Μακεδονία, γιατί, αν δεν το αποδεχτεί η Ελλάδα, τότε δεν ισχύει. Παρεμβαίνει με τα συνθήματα: «Η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική», «Κάτω τα χέρια από τη Μακεδονία», «Κανένας συμβιβασμός για τη Μακεδονία μας», «Μακεδονία σημαίνει Ελλάδα». Στηρίζει την πρόταση να γίνει δημοψήφισμα. Κινητοποίησε σημαντικές δυνάμεις της για τα συλλαλητήρια και τα προβάλλει ως «λαϊκή εντολή» για μη διαπραγμάτευση πάνω στο όνομα.
Επικεντρώνει την κριτική της για το ζήτημα στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και στον «ενδοτισμό» της στο «σλαβικό εθνικισμό», απόρροια, κατά τη ΧΑ, της ιστορικής καταγωγής του ΣΥΡΙΖΑ από το κομμουνιστικό κίνημα (χαρακτηριστικός εδώ ο χαρακτηρισμός του Κοτζιά ως «παχύδερμο του σταλινισμού και του ανθελληνισμού» - Κασιδιάρης στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων, 17.1.2018). Δεν παραλείπει όμως την κριτική και στα υπόλοιπα αστικά κόμματα, ιδιαίτερα τη ΝΔ (για τις παλιότερες ευθύνες της στο ζήτημα) και τους ΑΝΕΛ (γιατί, αν πραγματικά διαφωνούσαν, θα μπορούσαν να αποσύρουν τη στήριξή τους στην κυβέρνηση). Όπως γράφει ο Καρακώστας (βουλευτής της ΧΑ): «Μνημόνια, μεταναστευτικό και τώρα το Μακεδονικό αποτελούν την απόδειξη πως το πολιτικό προσωπικό της χώρας δεν είναι απλώς ανίκανο, αλλά εξόχως επικίνδυνο για το Έθνος και επιπρόσθετα πως οι ταπεινώσεις τις οποίες υφίσταται η Ελλάς είναι απόρροια του ραγιαδισμού της πολιτικής ηγεσίας του τόπου».
Χαρακτηριστική του συνολικού σκεπτικού της ΧΑ πάνω στο ζήτημα ήταν η τοποθέτηση του Κασιδιάρη στη Βουλή στις 24.1.2018: «Θα κλείσω με το μεγάλο μήνυμα των ημερών, πως η Μακεδονία είναι μόνο ελληνική και κάθε άλλη πράξη από την παρούσα Βουλή θεωρείται πράξη εθνικής μειοδοσίας. Και θα απαντήσω στο αφήγημα αυτού του σταλινικού τεχνοκράτη που παριστάνει τον υπουργό Εξωτερικών και λέει ότι έχει χρονίσει το πρόβλημα και πρέπει να το λύσουμε. Τι εννοεί να το λύσουμε; Να μπουν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ κατ’ εντολή των Αμερικανών; Αυτό είναι λύση για τα Σκόπια. Για την Ελλάδα δεν υπάρχει πρόβλημα και γι’ αυτό η μόνη ενέργεια που πρέπει να πράξει αυτή τη στιγμή η Ελλάς είναι να συνεχίσει το καθεστώς της αρνησικυρίας. Βέτο στην είσοδο των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, ούτως ώστε να αυξηθούν οι φυγόκεντρες τάσεις εντός αυτού του κρατιδίου που θα οδηγήσουν εν τέλει σε πόλεμο μεταξύ Σλάβων και Αλβανών και τότε η Ελλάς ως κυρίαρχη δύναμη στη Βαλκανική, τότε οι ελληνικές δυνάμεις ως δυνάμεις σταθερότητας, τότε ο ελληνικός στρατός θα μπει στα Σκόπια και επιτέλους θα απελευθερώσει αυτήν την προαιώνια ελληνική γη της Μακεδονίας, η οποία κατέχεται. Αυτό είναι το μήνυμα της Χρυσής Αυγής και με αυτό θα κλείσω. Μακεδονία μόνο ελληνική! Και η θέση μας αυτή είναι αδιαπραγμάτευτη».
Ο αλυτρωτισμός της αστικής τάξης της ΠΓΔΜ βρίσκει το δίδυμο αδελφάκι του στον αλυτρωτισμό της ελληνικής αστικής τάξης, που στολίζεται με εκτός χρόνου ιστορικές αναφορές περί πλειοψηφικής ελληνικής σύνθεσης του πληθυσμού στο Μοναστήρι και με αστειότητες περί εκαντοντάδων χιλιάδων Ελλήνων στην ΠΓΔΜ σήμερα. Είναι φανερό ότι η προώθηση των οικονομικών συμφερόντων των ελληνικών μονοπωλιακών ομίλων στην περιοχή των Βαλκανίων περιλαμβάνει, ως αναπόσπαστο κομμάτι της, και την προβολή της στρατιωτικής δύναμης του ελληνικού αστικού κράτους (του «γεωπολιτικού μεντεσέ μεταξύ της Ευρώπης και της ευρύτερης γειτονιάς», σύμφωνα με τον Αμερικανό πρέσβη) για τη διεκδίκηση ενός καλύτερου κομματιού της πίτας.
Η αμφισβήτηση από τη ΧΑ (και από άλλες αστικές δυνάμεις) του γεγονότος ότι η γεωγραφική περιφέρεια της Μακεδονίας έχει μοιραστεί μεταξύ 4 χωρών «ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου. Τροφοδοτεί τον εθνικισμό και τον αλυτρωτισμό. Δίνει πάτημα σε όσους ορέγονται αναθεώρηση διεθνών συνθηκών, όπως η άρχουσα τάξη της Τουρκίας, με την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λοζάνης»19. Αντικειμενικά, οι εθνικιστικές θέσεις στην Ελλάδα (όχι μόνο της ΧΑ) διευκολύνουν τα σχέδια επαναχάραξης των συνόρων, τα σχέδια για «Μεγάλη Αλβανία», τις διακηρύξεις για «Μεγάλη Τουρκία της καρδιάς μας» κτλ.
Η προσεκτική στάση της ΧΑ απέναντι στο ΝΑΤΟ, που, μόνο φαινομενικά και μόνο στο βαθμό που αφορά το ζήτημα του ονόματος, περιέχει στοιχεία κριτικής για τη διεύρυνσή του, συμβαδίζει με τη γενικότερη στάση μη αμφισβήτησης των παραδοσιακών συμμαχιών της ελληνικής αστικής τάξης, στάση που φαίνεται να ενισχύεται τα τελευταία χρόνια.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Η ΧΑ προωθεί ενεργά και αποφασιστικά τους βασικούς άξονες της αστικής στρατηγικής για την καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα και γενικότερα στηρίζει τη δικτατορία του κεφαλαίου. Προωθεί την ταξική συνεργασία στο όνομα του ενιαίου εθνικού συμφέροντος, συσκοτίζει την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας και στοχεύει στο τσάκισμα του εργατικού κινήματος, εμφανίζοντας τους εργατικούς αγώνες και τις διεκδικήσεις ως υπεύθυνες για την υψηλή ανεργία. Κεντρική σταθερά των προτάσεων της ΧΑ αποτελεί η αποδοχή της φθηνής εργατικής δύναμης και το χτύπημα του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος και της οργανωμένης πρωτοπορίας του. Η στάση της ΧΑ στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη στο Πέραμα, στο λιμάνι γενικότερα, στη «Χαλυβουργία», στις αστικές μεταφορές, στην ιδιωτική Υγεία, όπου εκφράζονται, ανοιχτά ή συγκαλυμμένα, οι δυνάμεις της, αποκαλύπτει την ανοιχτή συμπόρευσή της με την εργοδοσία και τους μηχανισμούς του κράτους.
Αντιστρέφει τη σχέση οικονομίας-πολιτικής και εμφανίζει το αστικό κράτος ως ρυθμιστή και τοποτηρητή του γενικού «εθνικού συμφέροντος», συγκαλύπτοντας το ρόλο του ως οργάνου κυριαρχίας της αστικής τάξης, νομιμοποίησης και οργάνωσης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και καταστολής. Στην ουσία, η ΧΑ αναλαμβάνει ιδιαίτερο ενεργό ρόλο υπερασπιστή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, που επιδιώκει να εξασφαλίσει την ταξική συνεργασία και τη συναίνεση των εργαζόμενων στους στόχους του κεφαλαίου, με το μανδύα της εθνικής ενότητας.
Η κάλπικη «αντιπλουτοκρατική» και «πατριωτική» ρητορική της έχει στόχο να αποπροσανατολίσει και να εγκλωβίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, αφήνοντας στο απυρόβλητο τον πραγματικό αντίπαλο, την αστική τάξη, και προβάλλοντας ως ενόχους τους μετανάστες, ορισμένους κερδοσκόπους τραπεζίτες. Συγκαλύπτει το χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, δανειζόμενη στοιχεία από τη θεωρία της υποκατανάλωσης. Σε αυτό το σημείο έρχεται σε αντίφαση με τη θέση της ότι η φθηνή εργατική δύναμη συμβάλλει στη μείωση της ανεργίας. Προβάλλει συμπληρωματικά τη θέση για «κρίση χρέους», που προκάλεσαν οι «διεφθαρμένοι» πολιτικοί και κρατικοί υπάλληλοι, συσκοτίζοντας ότι η μήτρα της διαφθοράς βρίσκεται στον ίδιο το ρόλο του αστικού κράτους και της αστικής διαχείρισης.
Κεντρικό άξονα των οικονομικών προτάσεων της ΧΑ αποτελεί η εκτίμηση ότι η Ελλάδα διαθέτει σημαντική γεωστρατηγική αξία («στρατηγικό βάθος Αρχιπελάγους») και αναξιοποίητες πλουτοπαραγωγικές πηγές, που μπορούν να επιλύσουν τα οικονομικά προβλήματα του λαού.
Στην ουσία η ΧΑ, κάτω από τη γενικόλογη θέση για αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, προβάλλει ως φιλολαϊκή, «ρεαλιστική» λύση τη διανομή και τον έλεγχο των εγχώριων ενεργειακών πηγών και του ορυκτού πλούτου στις συμμαχίες ξένων και εγχώριων μονοπωλιακών ομίλων (π.χ. της κοινοπραξίας Exxon Mobil - Total - ΕΛΠΕ, που παίρνουν τη μερίδα του λέοντος στα εγχώρια κοιτάσματα υδρογονανθράκων).
Μετά από μια περίοδο παλινωδιών, όπου υπήρχαν αναφορές στην ανάγκη πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής (στη συνεργασία και με τη Ρωσία), η ΧΑ προσάρμοσε την πολιτική της στην ενεργή στήριξη της συμμετοχής της χώρας στο ΝΑΤΟ. Προβάλλει τις ΗΠΑ ως αναγκαίο στήριγμα απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, τονίζοντας την προσέγγιση Ρωσίας-Τουρκίας. Ταυτόχρονα, η ΧΑ αμβλύνει προσεκτικά ορισμένες ευρωσκεπτικιστικές κορόνες της προηγούμενης περιόδου και δεν αμφισβητεί την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ. Αξίζει να επισημάνουμε ότι αυτή η πορεία προσαρμογής είναι παράλληλη με την αντίστοιχη του ΣΥΡΙΖΑ, που έχει αναδειχτεί σε σημαιοφόρο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Οι προτάσεις της ΧΑ για τις αναγκαίες κλαδικές προτεραιότητες στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας και οι συγκεκριμένες προτάσεις της ανά κλάδο αντανακλούν μέχρι κεραίας τις βασικές σημερινές προτεραιότητες των κυρίαρχων μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου. Είναι χαρακτηριστική η έμφαση που δίνει στην ανάπτυξη των κλάδων της ενέργειας, των μεταφορών και logistics, της ναυπηγοεπισκευής, της φαρμακοβιομηχανίας, του αγροτοδιατροφικού συμπλέγματος, της ιδιωτικής Υγείας.
Με την προβολή των προαναφερόμενων θέσεων και την προσπάθεια μαζικής δράσης σε αντιδραστική κατεύθυνση, η ΧΑ παίζει έναν πολλαπλά χρήσιμο ρόλο για το σύστημα, που ξεπερνά κατά πολύ τη διατήρηση μιας εφεδρικής δύναμης κρούσης για την καταστολή του εργατικού κινήματος στο πλευρό του αστικού κράτους. Συμβάλλει στη συντήρηση και την προβολή του κάλπικου διλήμματος μεταξύ εθνικιστικών και κοσμοπολίτικων δυνάμεων, που οδηγεί σταθερά στην ταξική συνεργασία, στην εμφάνιση μιας κυβέρνησης συνεργασίας σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ κτλ.) ως δήθεν αναγκαίας απέναντι στον «ακροδεξιό κίνδυνο». Βοηθά αντικειμενικά τα εκλογικά σχέδια του ΣΥΡΙΖΑ, αποδυναμώνοντας την κομματική επιρροή της ΝΔ. Συμβάλλει στη μετατόπιση σε όλο και πιο αντιδραστική κατεύθυνση της αστικής πολιτικής (π.χ. προσφυγικό). Η αποτελεσματική αντιπαράθεση με τη ΧΑ απαιτεί ταυτόχρονη αποφασιστική διαπάλη με την οπορτουνιστική γραμμή, που καλεί στην αντιμετώπισή της κάτω από τη σημαία της αστικής δημοκρατίας.