Το σχέδιο νόμου για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις
και τον κατώτερο μισθό που ετοιμάζει η κυβέρνηση, σύμφωνα με όσα βλέπουν
το φως της δημοσιότητας, πρέπει να σημάνει συναγερμό στους
εργαζόμενους.
Καταρχήν, η κυβέρνηση, αντί να νομοθετήσει άμεσα την
επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ μεικτά, όπως έταζε
προεκλογικά για να κλέψει ψήφους, παρέπεμψε το όλο θέμα στον «κοινωνικό
διάλογο», όπου οι εργοδότες παζαρεύουν ισχυρά ανταλλάγματα.
Δεύτερον, με τη μεθόδευση αυτή, η κυβέρνηση έσπρωξε
χρονικά προς τα πίσω την όποια νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία επιπλέον,
όπως όλα δείχνουν, εξαρτάται άμεσα από τη «μεγάλη διαπραγμάτευση με
τους εταίρους», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το χρόνο και για το
περιεχόμενο του νόμου που θα φτάσει (αν φτάσει) τελικά στη Βουλή.
Προσφέροντας, ταυτόχρονα, χρόνο στην εργοδοσία να διαμορφώσει στην πράξη
ένα ακόμα χειρότερο πλαίσιο.
Η σοβαρότερη διάσταση, όμως, αποκαλύπτεται όταν ο
προβολέας φύγει από εκείνα που λέει ότι θα κάνει η κυβέρνηση για τον
κατώτερο μισθό και πέσει σ' εκείνα που δεν λέει ότι θα κάνει για τις
κλαδικές Συμβάσεις.
Από το σχέδιο νόμου που διέρρευσε από την κυβέρνηση
με τη μορφή «άτυπης ενημέρωσης», γίνεται φανερό ότι αυτό δεν επαναφέρει
ούτε ένα μέρος από τις τεράστιες απώλειες στους κλαδικούς μισθούς που
είχαν οι εργαζόμενοι την πενταετία της κρίσης, όσο κι αν η κυβέρνηση
προσπαθεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις με την επαναλειτουργία του ΟΜΕΔ.
Ακόμα χειρότερα, οι διατάξεις που αφορούν τις
κλαδικές Συμβάσεις δεν κατοχυρώνουν ούτε τις ωριμάνσεις, ούτε τις
πολυετίες που είχαν διανυθεί μέχρι το 2012 για τον κάθε εργαζόμενο
ξεχωριστά. Δηλαδή, οι διαπραγματεύσεις για να καθοριστούν οι νέοι
κλαδικοί μισθοί ξεκινούν κυριολεκτικά από «μηδενική βάση».
Πιο συγκεκριμένα, το σχέδιο νόμου ορίζει ότι:
«Συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις που έληξαν κατ'
εφαρμογή του άρθρου 2 της ΠΥΣ 6/2012 δεν αναβιώνουν». Με άλλα λόγια, ο
εργάσιμος χρόνος, που είχε διανύσει κάθε εργαζόμενος πριν από το 2012,
δεν θα «μετράει» στο νέο κλαδικό μισθό του και η όποια σχετική ρύθμιση
επαφίεται στις διαθέσεις του εργοδότη και στο αποτέλεσμα της συλλογικής
διαπραγμάτευσης.
Υπάρχουν, όμως, κι άλλα σκοτεινά - τουλάχιστον -
σημεία στο σχέδιο νόμου. Για παράδειγμα, απαλείφεται ολόκληρο το άρθρο 7
του νόμου 1876/1990, το οποίο όριζε ρητά πως οι ατομικές Συμβάσεις ήταν
επικρατέστερες μόνο στις περιπτώσεις που είχαν καλύτερους όρους για
τους εργαζόμενους. Αν ισχύσει κάτι τέτοιο, τότε οι κλαδικές Συμβάσεις θα
ακυρώνονται στην πράξη ό,τι και να περιλαμβάνουν με την καθιέρωση
ατομικών Συμβάσεων από τους εργοδότες.
Εξίσου ανησυχητική είναι η απάλειψη, από το άρθρο 10
του ίδιου νόμου, της διάταξης που ρητά όριζε ότι σε περίπτωση «συρροής»
(σ.σ. ένας εργαζόμενος καλύπτεται από δύο ή περισσότερες Συμβάσεις)
ισχύει η ευνοϊκότερη. Το ίδιο και για το σχετικό άρθρο που δίνει ώθηση
στη δημιουργία Επαγγελματικών Ταμείων, δηλαδή στην ιδιωτική ασφάλιση.
Αυτό που τελικά επιβεβαιώνεται είναι ότι με την
παρέμβαση που σχεδιάζει σε κατώτερο μισθό και εργασιακά η κυβέρνηση όχι
μόνο δίνει λίγα ψίχουλα στον κατώτερο μισθό (και αυτά με δόσεις) αλλά
την ίδια στιγμή εξασφαλίζει στο κεφάλαιο ότι οι κλαδικοί μισθοί θα
κρατηθούν σε όσο γίνεται πιο χαμηλά επίπεδα, συγκλίνοντας σταδιακά στο
όριο του κατώτερου. Εκεί βρίσκεται, άλλωστε, και το «ψαχνό» για τους
καπιταλιστές: Στους κλαδικούς μισθούς, που αφορούν 8 στους 10
εργαζόμενους και που κινδυνεύουν από μεγάλη «σφαγή»...