Ως «εξαίρεση σταθερότητας» σε ένα περιβάλλον «αναποφασιστικότητας και κραδασμών» παρουσίασε την Ελλάδα από το βήμα του «Economist» ο πρωθυπουργός, και «χαριτολογώντας» πρόσθεσε: «Φαίνεται πως είναι η μοίρα μας να πηγαίνουμε κόντρα στο ρεύμα. Κι αυτή τη φορά είναι για το καλό όλων μας».
Τα όσα παρουσίασε αμέσως μετά για τους τρεις βασικούς άξονες του κυβερνητικού σχεδίου - τις περιβόητες «μεταρρυθμίσεις», το «μείγμα» της δημοσιονομικής πολιτικής και τις παρεμβάσεις στο τραπεζικό σύστημα - επιβεβαιώνουν ότι το υποτιθέμενο «κοινό καλό» είναι το «καλό» των επιχειρηματικών ομίλων στις πλάτες του λαού.
Τρανταχτό παράδειγμα είναι εκείνο που επικαλέστηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, δηλαδή το «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο που ψηφίστηκε χτες το βράδυ, χτίζοντας πάνω στα «θεμέλια» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ πολλούς ακόμα «ορόφους» από προκλητικά προνόμια στους επιχειρηματικούς ομίλους, λύνοντάς τους ακόμα περισσότερο τα χέρια ώστε να μη δίνουν τον παραμικρό λογαριασμό και χαρίζοντάς τους ένα ακόμα τσουβάλι «κίνητρα», με το λαό να πληρώνει σταθερά το μάρμαρο.
Με άλλα λόγια, το «κοινό» καλό που επικαλούνται η κυβέρνηση και οι υπόλοιπες αστικές πολιτικές δυνάμεις, που παρουσιάζουν ως τέτοιο τον «κοινό στόχο» της καπιταλιστικής ανάκαμψης, προϋποθέτει παραπέρα υποβάθμιση της υγείας και της ασφάλειας του λαού, του περιβάλλοντος.
Πάνω απ' όλα, προϋποθέτει τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων και ένταση της εκμετάλλευσης, με τον πρωθυπουργό να δηλώνει όλο καμάρι πως «το μεταρρυθμιστικό τόξο της κυβέρνησης συμπληρώνουν οι παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας». Δηλαδή, η κατάργηση επί της ουσίας των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και το παραπέρα χτύπημα στη συνδικαλιστική οργάνωση και δράση των εργαζομένων, που περιέχει το ψηφισμένο πολυνομοσχέδιο.
Αντίστοιχη είναι η πραγματικότητα και για τον δεύτερο άξονα της αντιλαϊκής «κανονικότητας» και «σταθερότητας» που τάζει στο κεφάλαιο η κυβέρνηση της ΝΔ, δηλαδή αυτόν της «δημοσιονομικής σταθερότητας», με τον πρωθυπουργό να δηλώνει προκλητικά πως η «διεύρυνση της φορολογικής βάσης», με μέτρα όπως η αναθεώρηση των αντικειμενικών αξιών με βάση τις οποίες θα πληρώνεται ο ΕΝΦΙΑ, «υπηρετεί την αξία της κοινωνικής δικαιοσύνης».
Αυτή η ...«κοινωνική δικαιοσύνη» αποτυπώνεται πολύ γλαφυρά και στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού, εκεί όπου οι νέες εισφοροαπαλλαγές και φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο - το οποίο θα πληρώσει ακόμα λιγότερα, την ώρα που βλέπει τα κέρδη του να εκτοξεύονται - συνοδεύονται από ένα τσουβάλι «αντίμετρα» σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων.
Μεταξύ άλλων, από 800 εκατομμύρια ευρώ επιπλέον φόρους στις πλάτες τους, αλλά και ακόμα μεγαλύτερη μείωση στις «οροφές» των προϋπολογισμών των υπουργείων, «ταβάνια» που ήδη πέφτουν στα κεφάλια των λαϊκών στρωμάτων, με τις τεράστιες ελλείψεις σε Υγεία, Πρόνοια, Παιδεία, σε έργα υποδομής για τις λαϊκές ανάγκες.
Οσο για το τι σημαίνει η αποστροφή του πρωθυπουργού ότι «όλοι ωφελούνται όταν ωφελείται ο τόπος», ενδεικτικά είναι τα όσα περιλαμβάνονται στον τρίτο βασικό άξονα της κυβερνητικής πολιτικής, που αφορά τα νέα προκλητικά προνόμια για τους τραπεζικούς ομίλους και τη δυνατότητά τους να «πακετάρουν» και να πωλούν στα «κοράκια» των funds τα λεγόμενα «κόκκινα» δάνεια, σφίγγοντας τη θηλιά των εκβιασμών και των πλειστηριασμών στα λαϊκά σπίτια.
Τα «οφέλη» των λαϊκών στρωμάτων αποτυπώνονται «με το νι και με το σίγμα» στα στατιστικά των τραπεζών, που δείχνουν αύξηση των πλειστηριασμών κατά 20% τους τελευταίους μήνες, οπότε «ωριμάζουν» ορισμένες από τις παρεμβάσεις της προηγούμενης και της σημερινής κυβέρνησης, ξηλώνοντας παραπέρα το υποτυπώδες προστατευτικό πλαίσιο για τη λαϊκή κατοικία, αλλά και ο προγραμματισμός 6.500 και πλέον πλειστηριασμών για Σεπτέμβρη και Οκτώβρη, κ.ο.κ.
Να λοιπόν τι «έχει λαμβάνειν» ο λαός από τους «κοινούς» και «εθνικούς» στόχους του κεφαλαίου τους οποίους υλοποιεί η κυβέρνηση της ΝΔ και στηρίζουν τα υπόλοιπα αστικά κόμματα: Ενταση της εκμετάλλευσης, συνέχιση της φοροληστείας, μονιμοποίηση της φτώχειας, εκβιασμούς και πλειστηριασμούς. Οσα παραμύθια κι αν επιστρατεύσουν τα αστικά επιτελεία, τα συμφέροντα των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων πραγματικά δεν συναντιούνται πουθενά με αυτά του κεφαλαίου και των επιχειρηματικών ομίλων.
Ο λαός μας δεν έχει άλλο χρόνο για χάσιμο με τέτοιες και άλλες αυταπάτες: Η οργάνωση, η διεκδίκηση με βάση τις σύγχρονες ανάγκες του, η αντεπίθεση απέναντι στο κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις τους, είναι μονόδρομος.