Τα μέτρα που οδήγησαν σε μεγάλες ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, στους μισθούς, στις Συλλογικές Συμβάσεις, στις συντάξεις, στις κοινωνικές παροχές κ.ά., είχαν προσχεδιαστεί πολύ πριν από την κρίση, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και πιο ειδικά από το 1993, με τη «Λευκή Βίβλο». Αφορούσαν δηλαδή το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ήταν ανεξάρτητα από τη φάση του κύκλου της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Αυτές οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και οι σχετικές αντεργατικές μεταρρυθμίσεις υπηρετούσαν το στόχο της υποβοήθησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας στο φόντο της όξυνσης του διεθνούς ανταγωνισμού. Παρ' όλα αυτά, η επιτακτικότητά τους για το καπιταλιστικό σύστημα εννοείται ότι αυξάνεται σε περιόδους κρίσεων.
Ο στρατηγικός αυτός σχεδιασμός προωθήθηκε στοχευμένα, μεθοδικά και σε βάθος χρόνου από την ΕΕ και τις αστικές κυβερνήσεις σε κάθε χώρα. Τα μέτρα αυτά βρήκαν την ταχύτερη και πλήρη ανάπτυξή τους, ειδικά στην Ελλάδα, από το 2010 και μετά, με τρεις δέσμες μέτρων (μνημόνια) και δέκα εφαρμοστικούς νόμους μόνο σε ό,τι αφορά τις αναδιαρθρώσεις στα εργατικά δικαιώματα (4 νόμοι το 2010, 2 το 2012, 1 το 2013, 1 το 2014, 1 το 2015, 1 το 2016).
Στο πλαίσιο της ενιαίας στρατηγικής προωθούνται:
- Ενιαία πολιτική για δραστική μείωση των μισθών και μεροκάματων και την προώθηση μορφών εναλλακτικής και μερικής απασχόλησης. Κατάργηση σε μεγάλο βαθμό του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας, της μονιμότητας της δουλειάς στον κρατικό τομέα και μιας ορισμένης πιο σταθερής δουλειάς στον ιδιωτικό τομέα, γενικευμένες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, με ενίσχυση της ελαστικότητας - ευελιξίας. Πρόκειται για πολιτικές που είναι ενταγμένες στη στρατηγική της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας σε βάθος χρόνου και στην τάση προσαρμογής των εργατικών μισθών και μεροκάματων στα πολύ χαμηλά επίπεδα που διαμορφώνονται στη διεθνή καπιταλιστική αγορά.
- Ενιαία πολιτική για τη συρρίκνωση των υγειονομικών και κοινωνικών παροχών και, πριν από όλα, για τα συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης με την επέκταση της ιδιωτικοποίησης.
- Πολιτικές για τη νομιμοποίηση των δουλεμπορικών γραφείων και την αξιοποίηση των μεταναστών ως φτηνής εργατικής δύναμης και μοχλού πίεσης για συνολική μείωση μισθών και μεροκάματων.
- Νέοι περιορισμοί στο δικαίωμα της απεργίας, της συνδικαλιστικής δράσης.
- Σταθερή αύξηση της έμμεσης φορολογίας, με συνέπεια τις αυξήσεις σε εμπορεύματα λαϊκής κατανάλωσης (π.χ. ηλεκτρικό ρεύμα, τρόφιμα, συγκοινωνίες κλπ.).
Η «Στρατηγική Ευρώπη 2020», που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Ιούνη του 2010, συνιστά εμβάθυνση όλου του αντεργατικού πλαισίου που είχε διαμορφωθεί. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν στο να κάνουν πιο ανταγωνιστικά τα μονοπώλια της Ευρώπης και ανάμεσα σε αυτά και της Ελλάδας, δε σημαίνει ότι μπορούν να εξαλείψουν τις αντιθέσεις του συστήματος, την ανισόμετρη ανάπτυξη, τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Αυτό φαίνεται πιο καθαρά στην ΕΕ σήμερα, στην οποία εφαρμόζεται η «Οικονομική Διακυβέρνηση - Ευρωπαϊκό Εξάμηνο» και ετοιμάζεται νέα «Λευκή Βίβλος», που θα ανακοινωθεί την άνοιξη του 2017, με στόχο να γίνει η ΟΝΕ ανθεκτικότερη στους «μελλοντικούς κλυδωνισμούς».
Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης και τα αντεργατικά μέτρα, που πάρθηκαν με τα γνωστά μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους, προκάλεσαν μεγάλες, βαθιές και πιο σταθερές ανατροπές στις συνθήκες ζωής και δουλειάς, στη σύνθεση της εργατικής τάξης, μεγάλου τμήματος των αυτοαπασχολούμενων και μικροϊδιοκτητών στην πόλη και την ύπαιθρο. Διευρύνθηκαν οι γραμμές της εργατικής τάξης με νέα τμήματα από κατεστραμμένα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού. Περισσότερα τμήματα μεσαίων στρωμάτων προσέγγισαν την εργατική τάξη, αυξήθηκαν οι μισοπρολετάριοι. Παράλληλα εκδηλώθηκε αύξηση της μετανάστευσης, ειδικά των νέων.
Οι αναδιαρθρώσεις και η κρίση συρρίκνωσαν το στρώμα της εργατικής αριστοκρατίας σε ιδιωτικό και κρατικό τομέα και την κρατική υπαλληλία. Αυτό δεν σημαίνει και παραίτηση της αστικής τάξης για διατήρηση, ανανέωση και δημιουργία νέων μηχανισμών για τη χειραγώγηση του εργατικού κινήματος. Παραμένει και μεγαλώνει η σημαντική διαφοροποίηση, διαστρωμάτωση στο εσωτερικό της εργατικής τάξης και ευρύτερα της μισθωτής εργασίας, που αποτελεί την υλική βάση διαμόρφωσης της εργατικής αριστοκρατίας.
*************************************************************************************************************
-Τα πρόσφατα στοιχεία επιβεβαιώνουν την τάση ενίσχυσης της απόλυτης εξαθλίωσης της εργατικής τάξης. Μετά τη δραματική μείωση της συνολικής αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας την περίοδο 2009-2012 από τα 85 στα 66,1 δισ. ευρώ, την περίοδο 2012-2015 υποχώρησε στα 59 δισ., καταγράφοντας περαιτέρω υποχώρηση κατά 10,7%, ενώ η συνολική υποχώρηση σε σχέση με τα επίπεδα προ κρίσης ξεπερνά το 30%. Πέρα από τις μειώσεις μισθών, αυτή η δραστική μείωση της συνολικής αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας αντανακλά φυσικά και την εκτίναξη της ανεργίας την περίοδο της κρίσης.
Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η αμοιβή ανά μισθωτό μειώθηκε κατά 7% το 2013, 2,1% το 2014 και 2,7% το 2015. Η ονομαστική μισθολογική δαπάνη ανά εργαζόμενο έχει μειωθεί από 24,3 χιλιάδες ευρώ το 2012 σε 21,8 χιλιάδες ευρώ το 2015, μια μείωση της τάξης του 10,3% που έρχεται να προστεθεί στις μειώσεις της περιόδου 2010-2012 που έριξαν το μέσο ετήσιο ονομαστικό μισθό από τα 26,1 στα 24,3 χιλιάδες ευρώ. Σε σταθερούς όρους (συνυπολογίζοντας και τον πληθωρισμό) η μείωση του μέσου μισθού ξεπερνά το 20%. Με βάση τα στοιχεία του ΙΚΑ, η μείωση του κατώτατου μισθού από το 2010 προσεγγίζει το 35%.
Η αγοραστική δύναμη του μέσου ακαθάριστου μισθού στην Ελλάδα κατά το 2014 φτάνει μόλις το 66% της μέσης αγοραστικής δύναμης των 15 πιο προηγμένων χωρών της ΕΕ, από 82% το 2009. Οι απώλειες στην αγοραστική δύναμη των μισθωτών γίνονται ακόμα μεγαλύτερες αν ληφθεί υπόψη η μεγάλη φορολογική αφαίμαξη των τελευταίων χρόνων. Συνυπολογίζοντας όλους αυτούς τους παράγοντες, μπορούμε να εκτιμήσουμε πως οι συνολικές απώλειες στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων φτάνουν ή προσεγγίζουν το 50% την περίοδο της κρίσης.
Η επίθεση στον κατώτατο μισθό (μείωση κατά 22% για τους άνω των 25 ετών και 32% για τους νέους ως 25 ετών) είχε σαν αποτέλεσμα οι αποδοχές το 2014 να είναι χαμηλότερες ακόμα και από τα κατώτατα όρια των αρχών της δεκαετίας του 1990.
Οι νόμοι των τελευταίων ετών συνεχίζουν να επιδεινώνουν συνεχώς τους μισθούς και το λαϊκό εισόδημα, τη ζωή της εργατικής και λαϊκής οικογένειας. Τα στοιχεία που παρουσιάζονται αποτυπώνουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι, την κατάσταση των μισθών και των εργασιακών σχέσεων.
Οι χαμηλόμισθοι αποτελούν περίπου το 60% των εργαζομένων. Πιο συγκεκριμένα, οι εργαζόμενοι με «καθαρό» μισθό κάτω των 1000 ευρώ έφτασαν στο 63,17%. Ταυτόχρονα, παρατηρείται και μια μετακίνηση προς τα κάτω σε ό,τι αφορά την κατάταξη των εργαζομένων στα διάφορα κλιμάκια. Αυξήθηκαν κατά 13,24% οι εργαζόμενοι με μισθό από 501 ως 600 ευρώ, και 10,56% οι εργαζόμενοι με μισθό 601 ως 700 ευρώ.
Οσον αφορά την «κινητικότητα και την ευελιξία» στην αγορά εργασίας που επήλθε με τους πρόσφατους νόμους και την καπιταλιστική κρίση, χαρακτηριστικό είναι το εξής: Το 2015 οι συμβάσεις εργασίας που είχαν καταγγελθεί από τους εργοδότες -μαζί με τις «οικειοθελείς αποχωρήσεις» και τη λήξη συμβάσεων ορισμένου χρόνου- ξεπέρασαν τον αριθμό των μισθωτών κατά το ίδιο έτος.
Οι εργασιακές σχέσεις επιδεινώνονται με ταχύτατο ρυθμό. Το 2015 το ποσοστό των «ευέλικτων εργασιακών σχέσεων» (μερική και εκ περιτροπής εργασία) στις νέες προσλήψεις ξεπέρασε το 55%, όταν το 2009 βρισκόταν στο 29% και το 2012 στο 45%. Περίπου 30% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα υποαπασχολείται, ενώ το 20% εργάζεται λιγότερο από 20 ώρες την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση, περισσότερες από τις μισές προσλήψεις που γίνονται σήμερα αφορούν τέτοιες ελαστικές μορφές απασχόλησης, γεγονός που επηρεάζει φυσικά και το μέσο επίπεδο των μισθών.
Η μέση κατανάλωση των νοικοκυριών στην Ελλάδα έχει υποχωρήσει κατά 25% την περίοδο από το 2010 μέχρι το 2014 και διαμορφώνεται στα 1.460 ευρώ έναντι 1.950 το 2010. Την ίδια περίοδο παρατηρείται πλέον εμφανής διαφοροποίηση στη διατροφική συμπεριφορά του μέσου ελληνικού νοικοκυριού. Ειδικότερα διαφοροποιήθηκαν οι ποσότητες των καταναλισκόμενων διατροφικών ειδών (π.χ. μειώθηκε κατά 12% η κατανάλωση κρέατος και ψαριών). Το 2015 το 40% του πληθυσμού βρίσκονταν σε κατάσταση υλικής στέρησης, ποσοστό σημαντικά αυξημένο σε σχέση με το 24% του 2010.
Το γενικό ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί ελαφρά κατά τη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας, παραμένοντας ωστόσο εξαιρετικά υψηλό. Το 2015 διαμορφώθηκε στο 24,9% σε σχέση με 27,5% το 2013 και 26,5% το 2014. Ο αριθμός των ανέργων παραμένει εξαιρετικά υψηλός και διαμορφώνεται σε 1,2 εκατομμύρια. Το ποσοστό ανεργίας είναι πολύ υψηλό στις νεότερες ηλικίες (15-29 ετών) όπου ξεπερνά το 40%. Ταυτόχρονα αυξήθηκε σημαντικά το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων (όσων δηλαδή είναι άνεργοι για διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών). Το 2015 οι μακροχρόνια άνεργοι ήταν 875 χιλιάδες, δηλαδή το 73,1% του συνόλου των ανέργων, ενώ το 2012 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 59% των ανέργων. Επίσης, οι γυναίκες καταγράφουν μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας από τους άνδρες. Το 2015 το ποσοστό ανεργίας των γυναικών ήταν 28,9% έναντι 22% των ανδρών. Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών είναι αυξημένο σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό του 2012, όπου ήταν στο 28,1%, φτάνοντας τις 618 χιλιάδες.
***********************************************************************************************************
Στην πρόσφατη Εκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος επιβεβαιώνει τη θέση του ΚΚΕ ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και η πολιτική για την έξοδο από τη φάση της κρίσης στηρίχτηκε και θα στηριχτεί «στο χαμηλό μισθολογικό κόστος και στο θεσμικό πλαίσιο που υποστηρίζει την ευελιξία στην αγορά εργασίας», δηλαδή στη φθηνή εργατική δύναμη.
Ο ΣΕΒ προτάσσει σταθερά ως προτεραιότητες τη γρήγορη και αποτελεσματική εφαρμογή του προγράμματος του 3ου Μνημονίου, την επιτάχυνση των αναδιαρθρώσεων και των ιδιωτικοποιήσεων, τη μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους», την παροχή μεγαλύτερων φορολογικών κινήτρων για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Γενικότερα, υπάρχει σύμπλευση της εγχώριας αστικής τάξης (ΣΕΒ, Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών, Ενωση Ελληνικών Τραπεζών) με το ΔΝΤ και την ΕΕ στην επιβολή των μέτρων που αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσης και ισοπεδώνουν τα δικαιώματα και το εισόδημα της εργατικής τάξης.
Παρά τις υπαρκτές διαφορές μεταξύ των διάφορων κρατών-μελών της ΕΕ, οι βασικές κατευθύνσεις αυτής της πολιτικής εφαρμόζονται αποφασιστικά παντού, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα πρόσφατα μέτρα στη Γαλλία και στην Ιταλία.
***************************************************************************************************************
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ προβάλλει προπαγανδιστικά ότι ακολουθεί διαφορετικό προσανατολισμό για την καπιταλιστική παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, σε σχέση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Προβάλλει την πρόταση της «δίκαιης ανάπτυξης», η οποία περιλαμβάνει ως νέα δήθεν στοιχεία τη στροφή στην καινοτομία και στην ποιότητα, στην αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης και της εξειδικευμένης τεχνολογίας προς όφελος της αύξησης της παραγωγικότητας, τη χρησιμοποίηση του ανασυγκροτημένου αστικού κράτους ως μοχλού ανάπτυξης και κυρίως της «ενίσχυσης της κοινωνίας και της αγοράς».
Η κυβέρνηση κρύβει ότι η αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης και της καινοτομίας για να αυξηθεί η παραγωγικότητα δε χρησιμοποιείται στον καπιταλισμό για να βελτιωθεί η θέση των εργαζομένων (αύξηση εισοδήματος, μείωση χρόνου εργασίας), αλλά για να αυξηθούν τα κέρδη του κεφαλαίου. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ακόμα και σε κράτη που κατέχουν ηγετικές θέσεις στην αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας στην παραγωγή και δε βρίσκονται στη φάση της κρίσης, όπως η Βρετανία, η Γερμανία, οι ΗΠΑ, η ανισότητα στα εισοδήματα αυξάνεται ραγδαία.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβερνητική πολιτική όχι μόνο δεν οδηγεί σε μερική ανάκτηση των μεγάλων απωλειών των λαϊκών στρωμάτων την περίοδο της κρίσης, αλλά αντίθετα επιδεινώνει την κατάσταση του λαού. Παράλληλα, οι κυβερνητικές διακηρύξεις περί αποτελεσματικού κράτους αποκρύβουν ότι το αστικό κράτος λειτουργεί προς όφελος του κεφαλαίου και κατ' επέκταση οι προσαρμογές που γίνονται σε αυτό υπηρετούν την αύξηση της αποτελεσματικότητας της δράσης του υπέρ αυτού. Αυτό το στόχο υπηρετούν από τη μία η μεγάλη φοροαφαίμαξη του λαού και οι περικοπές δαπανών κοινωνικής πολιτικής και από την άλλη η κρατική ενίσχυση των εγχώριων ομίλων και γενικότερα της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Η αύξηση των έμμεσων φόρων, η μείωση του αφορολόγητου ορίου, η διατήρηση του ΕΝΦΙΑ, η μείωση των συντάξεων, η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα της κλιμάκωσης της αντιλαϊκής επίθεσης. Οσον αφορά τους αυτοαπασχολούμενους και τους αγρότες, η μεγάλη αύξηση των φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων συνδυάζεται με τη δραστική μείωση του τζίρου, με αποτέλεσμα τη μεγάλη επιδείνωση της θέσης τους. Αντίθετα, οι μονοπωλιακοί όμιλοι συνεισφέρουν λιγότερο από 5% στα ετήσια φορολογικά έσοδα και η κυβέρνηση δρομολογεί νέες κρατικές ενισχύσεις μέσα από τον «αναπτυξιακό νόμο».
Ακόμα και η όποια ανάκαμψη επέλθει δεν πρόκειται να απορροφήσει την ανεργία, ούτε να επιφέρει επιστροφή στην προ κρίσης περίοδο σε ό,τι αφορά τις βασικές κατακτήσεις και δικαιώματα της εργατικής τάξης που αποσπάστηκαν στον 20ό αιώνα.
Το σύνολο των εξελίξεων θρυμματίζει την αυταπάτη σχετικά με τη δυνατότητα φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού, όπου η αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου θα συμβαδίζει με την ευημερία των μισθωτών και των αυτοαπασχολούμενων. Αποδεικνύεται πως «εντός των τειχών» της εξουσίας του κεφαλαίου, της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, φιλολαϊκή πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει.