ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
Πριμοδοτεί τις επιχειρησιακές συμβάσεις για μεγαλύτερη «ευελιξία» στους μισθούς
Αποκαλυπτική η μελέτη που υιοθετεί η ΕΚΤ στο τελευταίο οικονομικό της δελτίο
Η μελέτη «συστήνει» στα κράτη - μέλη της ΕΕ περαιτέρω μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση του καθορισμού των μισθών με διαπραγματεύσεις σε επίπεδο επιχείρησης, τις οποίες χαρακτηρίζει «επωφελείς», στη μελέτη που συμπεριλαμβάνει στο τελευταίο οικονομικό της δελτίο.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης, υποστηρίζεται στη μελέτη, ορισμένες χώρες της Ευρωζώνης θέσπισαν μεταρρυθμίσεις που έδωσαν στις εταιρείες περισσότερες επιλογές να κινηθούν προς μία διαπραγμάτευση των μισθών σε επίπεδο επιχείρησης, αντί με Συλλογικές Συμβάσεις σε πιο κεντρικό επίπεδο (εθνικό, περιφερειακό ή κλαδικό).
Τα αποτελέσματα της έρευνας, αναφέρεται στη μελέτη, έδειξαν ότι τέτοιες μεταρρυθμίσεις στις συλλογικές διαπραγματεύσεις έκαναν ευκολότερη την προσαρμογή των μισθών για τις εταιρείες. «Συνεπώς», σημειώνεται, «περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση αυτή πιθανόν να είναι ωφέλιμη για τις χώρες της Ευρωζώνης και θα μπορούσαν να έχουν την προοπτική να περιορίσουν τις απώλειες θέσεων εργασίας σε μελλοντικές υφέσεις».
Οι συντάκτες της έρευνας επιχειρούν να θωρακίσουν το χτύπημα των Συλλογικών Συμβάσεων με το επιχείρημα της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας ή της διατήρησης των υπαρχουσών, αν μειωθεί παραπέρα η τιμή της εργατικής δύναμης, μέσω της γενίκευσης των επιχειρησιακών συμβάσεων. Ενοχοποιούν δηλαδή τους ίδιους τους εργαζόμενους για την ανεργία και εμμέσως απειλούν όποιον ζητάει αξιοπρεπείς μισθούς και Συλλογικές Συμβάσεις ότι καταδικάζει τον εαυτό του και τους άλλους στην ανεργία!
«Ακαμψία» στους μισθούς
Η μελέτη, στο πλαίσιο της οποίας εξετάσθηκαν οι οικονομικές συνθήκες και οι Συλλογικές Συμβάσεις σε 25 χώρες της ΕΕ κατά την περίοδο 2010 - 2013, κατέληξε και στα εξής αποκαλυπτικά συμπεράσματα:
«Συνολικά, τα ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι οι θεσμοί για τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις έχουν συμβάλει σε ακαμψίες των μισθών στην Ευρώπη και πιθανόν να διογκώνουν τις απώλειες απασχόλησης κατά τη διάρκεια υφέσεων (...) Τα αποτελέσματα δείχνουν την αρνητική επίδραση της δυσκαμψίας των μισθών στην απασχόληση (...) Η πιθανότητα η απασχόληση να μειωθεί ή να παραμείνει αμετάβλητη είναι σημαντικά χαμηλότερη όταν οι μισθοί μειώνονται. Η πιθανότητα αύξησης της απασχόλησης κατά συνέπεια αυξάνεται όταν οι μισθοί μειώνονται».
Η ίδια μελέτη συμπεραίνει ότι «δεδομένης της έκτασης της πτώσης της ζήτησης και της μείωσης της απασχόλησης, το σχετικά χαμηλό ποσοστό μισθολογικών μειώσεων φαίνεται να αποτελεί ένδειξη μίας ακαμψίας των ονομαστικών μισθών προς τα κάτω» και συμπληρώνει ότι «το πάγωμα των μισθών αποτελεί επίσης μία ισχυρή ένδειξη ακαμψίας των μισθών προς τα κάτω, καθώς δείχνει ότι οι επιχειρήσεις διατηρούν σταθερούς τους μισθούς για να αποφύγουν τις πιθανές εντάσεις από τη μείωσή τους, ακόμη και όταν οι οικονομικές συνθήκες μπορεί να δικαιολογούν μισθολογικές περικοπές».
Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ διαπιστώνει «ακαμψία» στη μείωση των μισθών εξαιτίας των κλαδικών κυρίως συμβάσεων, ακόμα και στις συνθήκες της κρίσης, επιβεβαιώνοντας έμμεσα τη σημασία που έχει για τους εργαζόμενους να διεκδικούν συλλογικά την υπογραφή συμβάσεων στο επίπεδο του κλάδου, όπου η εργοδοσία «μετράει» διαφορετικά τη δύναμή τους, απ' ό,τι στο επίπεδο της επιχείρησης, όπου είναι ευκολότερο να επιβληθούν μειώσεις.
Οπως μάλιστα απροκάλυπτα σημειώνεται στη μελέτη, «όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό των εργαζομένων στην εταιρεία που καλύπτονται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα της μείωσης των μισθών και τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα της αύξησής τους...»!
Σύμφωνα με άλλη ανάλυση της ΕΚΤ, το «πρόβλημα» με τις κλαδικές συμβάσεις είναι ότι «οι μισθολογικές αυξήσεις καθορίζονται σύμφωνα με το μέσο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της περιφέρειας ή του κλάδου ή ακόμη σύμφωνα με την αύξηση της παραγωγικότητας μεγαλύτερων και συνήθως πιο παραγωγικών επιχειρήσεων», με αποτέλεσμα ο προσδιορισμός ενός κατώτατου ορίου στις μισθολογικές αμοιβές να οδηγεί σε απώλεια «ανταγωνιστικότητας κόστους», κλάδους ή και επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο κλάδο, σε περίπτωση που αυτές δεν ανταποκρίνονται στις γενικότερες συνθήκες της ανταγωνιστικότητας.
Υπόδειγμα οι χώρες χωρίς Συμβάσεις
Οπως αναφέρει η μελέτη, το ποσοστό των εργαζομένων στις χώρες της Ευρωζώνης, που καλύπτονται από Συλλογικές Συμβάσεις μισθών (κατά μέσο όρο σχεδόν 75%) είναι πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό των χωρών εκτός της Ευρωζώνης (σχεδόν 30%). Αρκετές χώρες έχουν ποσοστά σημαντικά μεγαλύτερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ολλανδία. Με εξαίρεση την Ολλανδία και τις βαλτικές χώρες, αυτά τα υψηλά επίπεδα προκύπτουν κυρίως από Συλλογικές Συμβάσεις εκτός της εταιρείας.
Στην Ιρλανδία, στην Εσθονία, στη Λετονία και τη Λιθουανία τα ποσοστά των εργαζομένων που καλύπτονται από Συλλογικές Συμβάσεις είναι σημαντικά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (π.χ. κάτω από 20%). Από τις χώρες της ΕΕ που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης, η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Βρετανία έχουν χαμηλότερα ποσοστά κάλυψης των εργαζομένων από Συλλογικές Συμβάσεις, ενώ η Ρουμανία και η Κροατία έχουν υψηλότερα.
Στοιχεία για την κατάσταση στην Ελλάδα
Η ...προτίμηση της ΕΚΤ και των άλλων «θεσμών» του κουαρτέτου προς τις επιχειρησιακές συμβάσεις, έναντι των κλαδικών, δεν προέκυψε ξαφνικά. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, θυμίζουμε ότι από τον Ιούνη του 2016, το «άτυπο διαπραγματευτικό πλαίσιο των θεσμών για τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας», που κατατέθηκε στο Γιούρογκρουπ (Background Note, Select Labor Market reforms in Greece: Rationale and Future Considerations, Ιούνιος 2016) και περιλαμβάνει τις βασικές θέσεις των «θεσμών» για τη μεταρρύθμιση στα Εργασιακά, μεταξύ άλλων σημειώνει:
«Οι θεσμοί υποστηρίζουν την επέκταση του πεδίου των επιχειρησιακών συμβάσεων (μισθοί και απασχόληση), διότι βοηθούν τις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν σε περιόδους οικονομικής δυσχέρειας ή προσαρμογής. Η μεταρρύθμιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων συμβάλλει, σύμφωνα με τους θεσμούς, στην ευελιξία των επιχειρήσεων προκειμένου να προσαρμόσουν το εργασιακό κόστος μέσω των τιμών και όχι μέσω των απολύσεων».
Είναι κι αυτό μια ατράνταχτη απόδειξη για το πόσο αντεργατικό είναι το «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο» που επικαλείται η κυβέρνηση, για να θολώσει τα νερά ως προς τις δικές της προθέσεις και της ΕΕ αναφορικά με τη διαπραγμάτευση στα Εργασιακά.
Θυμίζουμε, επίσης, ότι την ίδια θέση διατύπωνε και ο ΣΕΒ στο υπόμνημά του προς την «Επιτροπή των ειδικών» για τα Εργασιακά. Εκεί τασσόταν αναφανδόν υπέρ των επιχειρησιακών συμβάσεων, για τις οποίες σημείωνε: «Η χώρα πρέπει με οριστικό τρόπο να ενταχθεί στη λογική ότι υπερισχύουν εκείνες οι συμβάσεις που είναι πλησιέστερα στο χώρο εργασίας στον οποίο αφορούν. Με άλλα λόγια, οι επιχειρησιακές συμβάσεις πρέπει σε κάθε περίπτωση να κατισχύουν, καθεστώς που υφίσταται τώρα».
Συντριβή των κλαδικών
Βέβαια, η πραγματικότητα που διαμορφώθηκε στη χώρα μας μετά την ΠΥΣ του 2012, ήδη ξεπερνά τις κατευθύνσεις που δίνουν τα ευρωενωσιακά όργανα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας για το 2015, οι επιχειρησιακές συμβάσεις ήταν ο κυρίαρχος τύπος σύμβασης μισθωτών, καθώς αποτελούν το 94% των συμβάσεων που συνήφθησαν μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Συγκεκριμένα, σε σύνολο 282 συμβάσεων, οι 263 συμβάσεις είναι επιχειρησιακές, μόλις 12 εθνικές κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές και 7 τοπικές ομοιοεπαγγελματικές.
Σημειώνεται, επίσης, ότι μετά το «μπουμ» των επιχειρησιακών συμβάσεων που έγινε το 2012 - συνήφθησαν 976 επιχειρησιακές συμβάσεις - χρονιά υπογραφής της αντεργατικής Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ αρ. 6) για τις συμβάσεις και τους κατώτερους μισθούς, σταδιακά παρατηρείται μια μείωση και των επιχειρησιακών συμβάσεων.
Η αποκλιμάκωση αυτή επιβεβαιώνει ότι ένα όλο και πιο μεγάλο μέρος των μισθωτών αμείβεται πλέον με τα κατώτερα μισθολογικά όρια (586 και 511 ευρώ μεικτά) που καθορίστηκαν μονομερώς από την κυβέρνηση με την ΠΥΣ. Ως εκ τούτου, οι εργοδότες αποφεύγουν να υπογράψουν ακόμα και οποιαδήποτε επιχειρησιακή σύμβαση που να προβλέπει αμοιβές και παροχές πάνω από αυτά που προβλέπονται στην κατάπτυστη ΕΓΣΣΕ.
Στα Τάρταρα οι μισθοί
Η επικράτηση των επιχειρησιακών συμβάσεων και η γενίκευση των ατομικών οδήγησε σε μια τεράστια μείωση των μισθών στους εργαζόμενους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΚΑ για τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα τον Απρίλη του 2016, προκύπτει πως ο μέσος μισθός διαμορφώθηκε μόλις στα 955,55 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου και του φόρου).
Ειδικότερα, ο μέσος μισθός για τη μερική απασχόληση είναι μόλις 396,67 ευρώ. Σημειώνουμε ότι η μερική απασχόληση το συγκεκριμένο μήνα έφτασε το 28,9% του συνόλου των μισθωτών. Αντίστοιχα, για όσους εργάζονται ακόμα με πλήρη απασχόληση, ο μέσος μισθός τον Απρίλη του 2016 ήταν στα 1.181 ευρώ (στο ποσό περιλαμβάνεται και ο φόρος), όταν τον ίδιο μήνα του 2012 ήταν 1.401 ευρώ. Δηλαδή, μέσα στην τετραετία 2012 - 2016, οι μέσες αποδοχές ακόμα και αυτών που εργάζονταν με πλήρη απασχόληση, μειώθηκαν περαιτέρω κατά 14,85%.
Η μείωση των μισθών συνδέεται άμεσα με τη γενίκευση των επιχειρησιακών, αλλά και των ατομικών συμβάσεων. Είναι ενδεικτικό πως η αύξηση των επιχειρησιακών είναι αντιστρόφως ανάλογη της πορείας των μισθών. Ετσι, δεκαπλασιάστηκαν σχεδόν οι επιχειρησιακές συμβάσεις των «ενώσεων προσώπων», από 130 το 2012 στις 1.300 σήμερα, με το 80% να οδηγούν σε μεγάλες μειώσεις μισθών.
Επίσης, ο μέσος μισθός στο σύνολο της οικονομίας την πενταετία 2009 - 2014 μειώθηκε κατά 26,3%! Ειδικότερα, στο Δημόσιο μειώθηκε κατά 26%, στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (πρώην ΔΕΚΟ) κατά 35,4%, στις τράπεζες κατά 30%, στον ιδιωτικό τομέα (χωρίς τις τράπεζες) κατά 27,4%, ενώ ο κατώτερος μισθός, με κυβερνητική απόφαση, μειώθηκε μεσοσταθμικά κατά 24,8%. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της επίθεσης στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, οι οποίες πλέον καλύπτουν μόλις το 10% των μισθωτών, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία ουσιαστικά έχει οδηγηθεί σε ατομικές συμβάσεις.