Τις κάλπικες διαχωριστικές γραμμές με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα και ιδιαίτερα με τη ΝΔ επιχειρεί να τονώσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, με στόχο τον εγκλωβισμό του λαού, όσο και την παρέμβαση στις διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα, στην προσπάθεια να ρίξει «γέφυρες» προς άλλες αστικές δυνάμεις, να προετοιμάσει το έδαφος για τις συμμαχίες, τα κυβερνητικά και άλλα σχήματα της «επόμενης μέρας».
Και μόνο τα ζητήματα που αξιοποιούνται στην προσπάθεια αυτή είναι αποκαλυπτικά όχι για τις «χαώδεις διαφορές» και τη «σύγκρουση δυο κόσμων», για τις οποίες μιλάει η κυβέρνηση, αλλά για το ακριβώς αντίθετο. Για το πόσο όλοι τους «συνωστίζονται» πάνω στις βασικές επιλογές του κεφαλαίου, γεγονός που τους κάνει να αναζητούν τις διαφωνίες σε όλο και πιο επουσιώδη ζητήματα, να υπερτονίζουν υπαρκτές διαφορές ή να καλλιεργούν άλλες, εξολοκλήρου ψεύτικες.
Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά το Μεταναστευτικό, η κυβέρνηση επιτίθεται στη ΝΔ, ότι «συντάσσεται με τις πιο ακραίες φωνές της ΕΕ», ότι ζητάει στρατόπεδα εγκλωβισμού των προσφύγων και μεταναστών, την ώρα που και η ίδια όχι μόνο λέει ότι πρέπει πάση θυσία να εφαρμοστεί η απαράδεκτη συμφωνία της ΕΕ με την Τουρκία, που εγκλωβίζει στη χώρα μας, κάτω από άθλιες συνθήκες, χιλιάδες ξεριζωμένους από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, αλλά επιπλέον ζητάει ενίσχυση των μέτρων καταστολής, «αναβάθμιση» της Frontex, συγκρότηση ενός «ευρωπαϊκού μηχανισμού επιστροφών», ενώ με πρόσχημα το Μεταναστευτικό «αποθεώνει» την παρουσία του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο.
Αντίστοιχο είναι το παράδειγμα με την πρόσφατη συμφωνία με την ΠΓΔΜ, όπου η κυβέρνηση, αξιοποιώντας και την προσπάθεια της ΝΔ να ψαρέψει στα θολά νερά του εθνικισμού, επιτίθεται με τη σημαία του κοσμοπολιτισμού, κατηγορώντας τη ΝΔ για «ακροδεξιά στροφή», ρίχνει με βάση αυτή γέφυρες σε άλλα τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας, την ώρα που η ΝΔ ανταπαντά περί «μειοδοτών» κ.ο.κ.
Δεν κρύβουν ότι συναντιούνται στο στόχο της «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης» των Δ. Βαλκανίων, της ένταξης της ΠΓΔΜ σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, το βασικό δηλαδή περιεχόμενο της συμφωνίας που προκλητικά, όσο και αποκαλυπτικά, απουσιάζει από τις μεταξύ τους «κοκορομαχίες». Αλλωστε, είναι ενδεικτικό ότι 25 και πλέον χρόνια, εθνικιστές και κοσμοπολίτες εναλλάσσουν ρόλους και περνάνε εύκολα ένθεν κακείθεν τις υποτιθέμενες «διαχωριστικές γραμμές», ανάλογα με το πώς κάθε φορά εξυπηρετούνται οι στόχοι της αστικής τάξης. Οπως ενδεικτικές είναι και οι - έμμεσες πλην σαφείς - δεσμεύσεις της ΝΔ ότι σε περίπτωση που αναδειχτεί κυβέρνηση, θα συνεχίσει το έργο της «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης» σε ό,τι αφορά τη γειτονική χώρα, από εκεί που θα το παραλάβει από τη σημερινή κυβέρνηση.
Αλλά και στα ζητήματα της «διαφθοράς», όπου η κυβέρνηση παριστάνει τον Ηρακλή που τάχα θα καθαρίσει την κόπρο του Αυγείου που άφησαν πίσω τους τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, καλώντας και άλλες πολιτικές δυνάμεις να συνταχτούν μαζί της στον «τίμιο αγώνα», φανερό είναι ότι ο στόχος όχι μόνο δεν είναι να αντιμετωπιστούν στην πηγή τους τα φαινόμενα αυτά, αλλά ότι αντίθετα οι υποθέσεις όπως και πριν θα αξιοποιηθούν για το γνωστό δικομματικό παιχνίδι, για επιχειρηματικές ανακατατάξεις, αλλά και για να «βγει λάδι» το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, που δημιουργεί και αναπαράγει τα φαινόμενα αυτά.
Απ' όπου κι αν το πιάσει κανείς, η πραγματική διαχωριστική γραμμή, αυτή που τέμνει οριζόντια και κάθετα όλα τα ζητήματα, δεν είναι εκεί που δείχνουν τα αστικά κόμματα, αλλά ανάμεσα στο κεφάλαιο, τους επιχειρηματικούς ομίλους, τις κυβερνήσεις και τα κόμματα που την υπηρετούν και την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Με τη δική τους συμμαχία, με τη συμπόρευση με το ΚΚΕ, οι εργαζόμενοι μπορούν να βάλουν τη σφραγίδα τους στις εξελίξεις, να περάσουν στην αντεπίθεση με τη σημαία των δικών τους συμφερόντων.