Ο κύβος για το νέο αντιλαϊκό πακέτο μέτρων «ερρίφθη». Από χτες η κυβέρνηση επιδίδεται σ' έναν αγώνα δρόμου για να προλάβει τη νομοθέτηση των ανατροπών που συμφώνησε με το κουαρτέτο, ώστε στις 22 Μάη, στη συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ, να ολοκληρωθεί και τυπικά η δεύτερη «αξιολόγηση» και να διαπραγματευτεί στη συνέχεια την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Τα πανηγύρια του ΙΟΒΕ, ερευνητικού ινστιτούτου των βιομηχάνων, για την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης, που «βάζει τέλος στην αβεβαιότητα» και «αλλάζει το επιχειρηματικό κλίμα», η αγαλλίαση με την οποία υποδέχτηκαν τη συμφωνία τα άλλα τμήματα του κεφαλαίου, οι αντιδράσεις αξιωματούχων της ΕΕ, που όλο το προηγούμενο διάστημα, μαζί με την κυβέρνηση, εκβίαζαν και τρομοκρατούσαν το λαό να αποδεχτεί τα μέτρα, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρανόησης για το ποιον εξυπηρετεί η νέα αντιλαϊκή συμφωνία, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να την εξωραΐσει και να τη «σερβίρει» πασπαλισμένη με τη χρυσόσκονη των «αντίμετρων».
Μπροστά στη συζήτηση και ψήφιση των μέτρων στη Βουλή, ο σχεδιασμός και η οργάνωση της πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας στους κλάδους και στους χώρους δουλειάς, με ευθύνη κάθε συνδικαλιστικής οργάνωσης, αποκτούν τώρα ακόμα πιο επείγοντα χαρακτήρα.
Κανείς δεν μπορεί να μείνει απαθής στη νέα σφαγή του λαϊκού εισοδήματος, στις ιδιωτικοποιήσεις που επιταχύνονται, στην πλήρη κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, που σημαίνει παραπέρα ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και του χρόνου εργασίας.
Ο ταξικός χαρακτήρας των μέτρων είναι δεδομένος, είναι μέτρα «δώρο» για τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, το κεφάλαιο στην προσπάθεια να ξεπεράσουν την κρίση, να διαμορφωθούν προϋποθέσεις ανάκαμψης της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας τους, σε βάρος των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Αυτό μόνο με έναν τρόπο μπορεί να επιτευχθεί: Την παραπέρα μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης και το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφόρας δράσης για τους μονοπωλιακούς ομίλους. Γι' αυτό μπαίνουν στο στόχαστρο εργαζόμενοι, αυτοαπασχολούμενοι και μικρομεσαίοι αγρότες. Κυβέρνηση, αξιωματική αντιπολίτευση, όλα τα κόμματα του κεφαλαίου και της ΕΕ ομονοούν σε αυτούς τους στόχους.
Μεγάλες, όμως, είναι οι ευθύνες και αυτών των συνδικαλιστικών δυνάμεων που στηρίζουν τον στόχο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, χύνουν το δηλητήριο του «μικρότερου κακού» και καλλιεργούν λογικές ανάθεσης και μειωμένων απαιτήσεων στους εργαζόμενους.
Οσο οι εργαζόμενοι θα υποχωρούν, όσο θα κάνουν σκόντο στα δικαιώματά τους, όσο θα συμβιβάζονται με το μοίρασμα της φτώχειας, όσο κυριαρχούν αυταπάτες ότι κάτι θα 'ρθει και γι' αυτούς από την ανάκαμψη των κερδών των μονοπωλίων, τόσο θα εντείνεται και η αντεργατική επίθεση.
Γι' αυτό ζητούμενο είναι η εργατική - λαϊκή αντεπίθεση. Για να πάψουν πια να αγωνιούν οι εργαζόμενοι για το πότε και ποια κυβέρνηση θα αποφασίσει την επόμενη περικοπή μισθών και συντάξεων, για το πόσα και ποια μέτρα τον περιμένουν στην επόμενη στροφή, άλλοτε για τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης, άλλοτε για την επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης. Απάντηση στο νέο κύμα αντεργατικής επίθεσης δεν είναι το παζάρι για το πόσα θα χάσουν οι εργαζόμενοι αλλά η διεκδίκηση ανάκτησης των απωλειών των προηγούμενων χρόνων, η πάλη με κριτήριο τις σύγχρονες εργατικές - λαϊκές ανάγκες που μένουν στο περιθώριο γιατί δεν χωράνε στους στόχους της ανάκαμψης, δεν συμβαδίζουν με το καπιταλιστικό κέρδος.
Για μια τέτοια μάχη χρειάζεται ισχυρό ΚΚΕ, απαιτείται ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, δυνάμωμα της Κοινωνικής Συμμαχίας που θα παλεύει σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση. Για να δυναμώσει σήμερα η πάλη για τη ζωή που μας αξίζει, σε αντιπαράθεση με το κεφάλαιο και την εξουσία του, η πάλη για την εργατική εξουσία, την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, την αποδέσμευση από την ΕΕ.