Όταν πριν από λίγο καιρό συνάντησα τον εκπρόσωπο της Marklin Hellas κ. Τάσο Χαντζησσαβίδη, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μετά από 35 χρόνια σιδηροδρομικής ζωής θα μου δινόταν η πρόκληση να γράψω τις σκέψεις μου για τον Σιδηροδρομικό Σταθμό του Βόλου. Ακόμα δε περισσότερο πως θα με τιμούσε τόσο ξεχωριστά, με το να μου αναθέσει να γράψω τις δικές μου σκέψεις, τα δικά μου συμπεράσματα, για το δικό μας αξιοσημείωτης αρχιτεκτονικής υπόστασης, ιστορικής παρουσίας, κοινωνικής προσφοράς, Σταθμό του Βόλου, έργο του μεγάλου μηχανικού Evaristo de Chirico.
Αν και συνηθίζουμε πολύ συχνά να αναπαριστούμε με γεωμετρικούς όρους την ανθρώπινη πορεία μιλώντας για κύκλους, στην περίπτωση του συγκεκριμένου σταθμού ο κύκλος μοιάζει περισσότερο με σπείρα, μια και εκεί που φαίνεται να κλείνει, να ολοκληρώνεται, εκεί δημιουργεί νέες αφετηρίες, νέους κύκλους δράσης.
Είναι πολύ μεγάλο στοίχημα η απόπειρα να μιλήσεις, έστω και περιληπτικά, για το σύνολο του έργου του de Chirico στους Θεσσαλικούς Σιδηροδρόμους και ακόμα μεγαλύτερο το στοίχημα να φωτίσεις τις πολλές, τις ειδικές του πτυχές που καταδεικνύουν την ιδιαίτερή του αξία και σπουδαιότητα.
Δεν μπορείς τελικά έστω και να επιχειρήσεις μια όποια, ποιοτική, ούτε όμως και ποσοτική, αποτίμηση όταν θέλεις να λειτουργείς με τον δέοντα σεβασμό, στον άνθρωπο και το έργο του, τη διάρκεια, τη συνέπεια, και τη συνέχεια του, διατηρώντας την ελάχιστη επίγνωση των κινδύνων… του να γίνεις, το λιγότερο κοινότυπος, ακολουθώντας τη συνήθη τυποποιημένη δομή ανάλογων επετειακών κειμένων. Θα μπορούσες ακόμα να γίνεις ίσως και αναξιόπιστος μια και αδιαφιλονίκητα μόνο οι ίδιοι οι δημιουργοί, και κανείς άλλος, γνωρίζουν όσο βαθιά χρειάζεται το περιεχόμενο, το εύρος, το ειδικό βάρος, αλλά εντέλει και το αποτύπωμα του δικού τους έργου, των δικών τους μηνυμάτων.
Επιθυμώντας να υπηρετήσεις και συ με τη σειρά σου ευγενείς στόχους, όπως μεταξύ άλλων αυτών της διατήρησης της μνήμης, αλλά και της ενδελεχούς μεταλαμπάδευσης της επιστημονικής ταυτότητας, του επιστημονικού «DNA» ενός ρεαλιστικού, αλλά και καινοτόμου συνάμα έργου, βάθους πλέον των 130 χρόνων, ενός έργου τόσο ξεχωριστού, αλλά και σημαντικού εντέλει, τότε οφείλεις να αποτυπώσεις τις δικές σου σκέψεις, τα δικά σου συναισθήματα, τη δική σου ανάγνωση και προσωπική μαρτυρία, ακόμα και αν ξεφύγεις και ίσως ακόμη και απογοητεύσεις τον δημιουργό που σε εμπιστεύτηκε.
Ο de Chirico εκπέμπει το δικό του σήμα μέχρι και σήμερα, διότι είχε την τύχη να ζήσει, να εκπαιδεύσει, να στοχαστεί, να εμπνεύσει, να αγαπήσει, να διδάξει και να δράσει στην εποχή της «άνοιξης» της αρχιτεκτονικής, της πολεοδομίας, της χωροταξίας και εν γένει της ανάπτυξης, θα τολμούσαμε να πούμε, στη χώρα μας.
Στον σιδηρόδρομο ήρθα σε ηλικία 20 ετών, ξεκινώντας την εργασιακή μου σχέση σαν τρίτης γενιάς σιδηροδρομικός και αισθανόμουν την ενέργεια του χώρου όπου υπηρέτησαν προσωπικότητες όπως ο Carle Coustenoble, ο Evaristo de Chirico, ο Βασίλειος Τομπλεξόγλου, ο Σαμπετάι Σαμπεθάι, ο Σπύρος Κεραμίδας, ο Χριστόδουλος Χριστοδούλου και τόσοι άλλοι άνθρωποι, που με την εργασία τους και την αγάπη τους προς τη δουλειά τους, δημιούργησαν αυτό που λέγεται συν+κοινωνία.
Το να υπηρετείς σ’ έναν χώρο όπου η ιστορική του διαδρομή είναι αναγνωρισμένη τόσο στον μικρόκοσμό μας, όσο και στον ευρύτερο κόσμο εκτός συνόρων, σκέφτεσαι ότι ο Μεγάλος Σταθμάρχης από κει ψηλά, για κάποιο λόγο σε τοποθέτησε εδώ.
Θυμάμαι όλους αυτούς τους παλαιούς σιδηροδρομικούς, που για το καλό της υπηρεσίας υπερέβαλαν εαυτούς και με αυταπάρνηση κατέβαλαν με όλες τους τις δυνάμεις προσπάθειες για να λειτουργήσει το τρένο για το καλό όλων μας.
Οι περισσότεροι καλλιεργήθηκαν απ’ τη δουλειά τους και αυτό έκανε μάλλον καλό στα κύτταρα της κοινωνίας που συνέθεσαν την Ελλάδα του σήμερα.
Άκουγα τους σιδηροδρομικούς να λένε τα σίδερα έχουν μαγνήτη και δεν κατανοούσα το γιατί. Σήμερα, μετά από 35 έτη σιδηροδρομικής ζωής, μπορώ να το βεβαιώσω, παρατηρώντας πάμπολλες ψυχές να περιπλανιούνται στον Σταθμό μας και να ανακουφίζονται με εικόνες, ήχους και συναισθήματα που μάλλον έχουν να κάνουν με εγγραφές από την παιδική τους ηλικία. Τα συναισθήματα αυτά πηγάζουν από τις αφίξεις και αναχωρήσεις των ανθρώπων που είναι έντονα συγκεντρωμένα στον χώρο.
Αισθάνομαι ιδιαίτερα χαρούμενος που αυτό το κτίριο υπάρχει για να δείχνει ότι Σταθμός είναι το επί-κέντρο του μέρους όπου οι άνθρωποι ζουν. Από μόνη της η λέξη σταθμός έχει τη βαρύτητά της και ο άνθρωπος που ήρθε και έφυγε από την πόλη μας, χωρίς απαραίτητα να χρησιμοποίησε τον σιδηρόδρομο, σίγουρα έχει μια εικόνα έντονη από αυτό το αρχιτεκτονικό δημιούργημα του Evaristo de Chirico.
Σχεδιάστηκε, υλοποιήθηκε και υπηρετεί στη διάρκεια της ζωής του από την άνοιξη του 1884 όλες τις ανάγκες μιας μετακινούμενης κοινωνίας και μιας υπεραιωνόβιας επιχείρησης. Εγκαινιάστηκε στις 23 Απριλίου του 1884 παρουσία της Α.Μ. του βασιλέως Γεωργίου του Α’, ημέρα της ονομαστικής εορτής του, όπου παρασημοφορήθηκε ο χρηματοδότης του έργου τραπεζίτης Μαυρογορδάτος και ο Evaristo de Chirico, ως τεχνογνώστης του όλου εγχειρήματος των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, μετά τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος της θεάς Αθηνάς στον περίβολο του σταθμού. Είναι χαρακτηρισμένος ως Σταθμός Α’ Κατηγορίας. Θαυμάζει κανείς τις προδιαγραφές του κτιρίου και την ανεξίτηλη λειτουργία στον χρόνο. Για πρώτη φορά δομούνται χώροι υγιεινής δίπλα σε κτήριο σταθμού. Δημιουργείται κήπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους στον περιβάλλοντα χώρο του κτηρίου. Θα πρέπει να γνωρίζει κάποιος ότι σ’ αυτό τον σταθμό εγκαταστάθηκε το 1941 ηλεκτρικός πίνακας ελέγχου της κυκλοφορίας, ο οποίος και λειτουργούσε μέχρι και το 1998. Επίσης τον καθιστά μοναδικό στον κόσμο η ύπαρξη και λειτουργία των τριών σε εύρος γραμμών. Από το 1960, χρονιά που οι ΣΕΚ διαπλάτυναν τη μετρική γραμμή από Λάρισα μέχρι τον Βόλο στα 1.435 εκ., τη μετρική γραμμή των 100 εκ. και του Πηλίου 60 εκ. Η θέση του στη χώρα μας, τον καθιστά στρατηγικής σημασίας σε συνδυασμό με το λιμάνι του Βόλου από εμπορικής, στρατηγικής και οικονομικής πλευράς.
Ο σταθμός του Βόλου ως μνημείο δεν υποστηρίζεται από κανέναν φορέα, αλλά από την ίδια την αγάπη των ανθρώπων, όπου κι αν υπηρετούν, γιατί ο καθένας τους πιστεύει ότι δεν μπορεί να αγνοήσει την πρόκληση για βοήθεια σ’ αυτό το κτήριο. Υλικά που δεν ξεφτίζουν, αλλά κυρίως, ψυχές που το στηρίζουν.
Μάρτυρας πολλών αναμνήσεων και εξομολογήσεων ντόπιων και ξένων, σιδηροδρομικών, τουριστών, ιστορικών γεγονότων και κάθε λογής επιβατών, όπου οι ιστορίες τους θα έπρεπε να έχουν σωθεί σε μία συλλεκτική έκδοση για να βοηθήσει κάποια στιγμή την ανάγκη του ανθρώπου να κατανοήσει τις κοινωνίες του παρελθόντος.
Θυμάμαι την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, όταν είδε εγκαταλελειμμένο το κτήριο του σταθμού, που με κοίταξε στα μάτια και απευθύνθηκε στον τότε νομάρχη και υπηρεσιακούς παράγοντες και τους είπε: «Τι θα παραδώσουμε στους νέους αν αφήσουμε να καταστραφούν ιστορικά κτήρια όπως αυτό;».
Αποτέλεσμα ήταν μία γενναία επιχορήγηση, για πλήρη ανακαίνιση του κτηρίου, η οποία και το ανέδειξε ως το καλύτερο διατηρητέο σιδηροδρομικό κτήριο της Ελλάδος.
Η τύχη αυτού του κτηρίου είναι με το μέρος του προφανώς απ’ την εύνοια του Μεγάλου Σταθμάρχη, αφού κατάφερε μετά από δύο Παγκόσμιους Πολέμους και τους καταστροφικούς σεισμούς του 1955 στον Βόλο, να παραμείνει αγέρωχο και να κοσμεί την πόλη μας. Φωτογραφημένο σε πάμπολλα έντυπα, σε γάμους, σε καρτ-ποστάλ, σε ιστορικά σίριαλ και σε αναμνηστικές καρφίτσες των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, θεωρείται, από καλλιτεχνικής πλευράς, κτήριο υψηλής αισθητικής.
Αν ταξιδέψουμε στον χρόνο, θα σκεφτούμε τους ανθρώπους που θα έβλεπαν την κατασκευή αυτού του κτηρίου από το 1883, το δέος που προκαλούσαν οι ένστολοι σιδηροδρομικοί, την τάξη του χρόνου που επιβλήθηκε στον τόπο μας, αναλογιζόμενοι ότι απ’ τα 4 χλμ./ώρα της βοϊδάμαξας, η ταχύτητα έφτασε στα 40 χλμ./ώρα κατά μέσο όρο κι έτσι μειώθηκε η απόσταση των κοινωνιών κατά 10 φορές! Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, την επανάσταση που έλαβε χώρα στην περιοχή μας και βέβαια τα άμεσα οικονομικά αποτελέσματα σε ολόκληρη τη Θεσσαλία. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται τους έντονους συριγμούς του σταθμού κατά τη διάρκεια της ημέρας (07.00, 12.00 – 12.30 και τέλος 15.00), ώρα ενάρξεως και λήξεως της εργασίας των υπαλλήλων. Οι Βολιώτες ρύθμιζαν τα ρολόγια τους με την ώρα του σταθμού, αλλά και κάθε άφιξη και αναχώρηση τρένου έδινε το τέμπο στη ζωή των ανθρώπων.
Με όλα αυτά τα πολύτιμα που οραματίστηκε, σχεδίασε, υποστήριξε, εφάρμοσε και μας δίδαξε από το 1881 μέχρι και σήμερα ο Evaristo de Chirico, έχει έρθει η στιγμή να ολοκληρώσω τις λίγες σκέψεις μου, που είναι βασισμένες στη μελέτη της βιβλιογραφίας των σχεδίων, του οδηγού μεθοδολογίας που συναντώ στη μέχρι σήμερα σιδηροδρομική ζωή μου, του αφιερώνω αυτή την ανάγνωση και αυτή τη (δια)περαστική μου ματιά, με μεγάλο σεβασμό και συγκίνηση, κάνοντας ταυτόχρονα επίκληση στην επιείκειά του, ως «Δημιουργού» με μεγαλοψυχία.
Θέλοντας τέλος, απλά να τον ευχαριστήσω, όσο μπορώ, του αφιερώνω 2 – 3 ταπεινούς στίχους από ένα γνωστό ελληνικό τραγούδι:
«Είδες οι έρημοι σταθμοί, πώς σου ματώνουν την ψυχή, όταν επάνω στη γραμμή, πέφτει το βράδυ… ζούνε μονάχα μια στιγμή, ένα φανάρι μια στολή, κι ύστερα η σιωπή και το σκοτάδι…».
*Ο Γιώργος Αποστολέρης είναι κεντρικός σταθμάρχης Βόλου