Τα ξημερώματα της 28ης Οκτώβρη 1940 ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα επέδωσε στον δικτάτορα Ι. Μεταξά το τελεσίγραφο του Μουσολίνι, με το οποίο ζητούσε να επιτρέψει στον ιταλικό στρατό να καταλάβει μέσα στο ελληνικό έδαφος διάφορες θέσεις στρατηγικής σημασίας. Ενα τελεσίγραφο που τελικά απορρίφθηκε από τη μεταξική δικτατορία, στο πλαίσιο της επιλογής ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, της πλήρους ευθυγράμμισής της με τη Μ. Βρετανία, στάση απόλυτα συνεπής με τα προτάγματα και τους πολύχρονους δεσμούς που έχει διαχρονικά η ελληνική αστική τάξη και ειδικά το κραταιό εφοπλιστικό κεφάλαιο με τη βρετανική πολιτική.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν απότοκο των ιστορικών συμβάσεων ειρήνης που επιβλήθηκαν στους ηττημένους από τους νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε συνδυασμό με την ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη, που επέτρεψε στους ηττημένους - και ηττημένοι ήταν κυρίως η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία - να ξαναπροβάλουν σε δεύτερο χρόνο τις αξιώσεις τους. Οι αντιθέσεις αυτές οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο από τη μεγάλη καπιταλιστική κρίση του 1929, μια περίοδος όπου οξύνθηκαν όλες οι αντιθέσεις που μαστίζουν τον καπιταλισμό.
Το σύνολο αυτών των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, το οποίο συνδέεται άρρηκτα με το χαρακτήρα του καπιταλισμού την εποχή του ιμπεριαλισμού, οδήγησε στο ξέσπασμα του πολέμου. Με αυτήν την έννοια ο πόλεμος αυτός ήταν ιμπεριαλιστικός, επομένως άδικος για τους λαούς όλου του κόσμου, ταυτόχρονα βεβαίως δίκαιος για το λαό της ΕΣΣΔ που υπεράσπιζε τη σοσιαλιστική του πατρίδα από την επέμβαση για την ανατροπή της εξουσίας του.
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, η αστική τάξη και τα κόμματά της αξιοποιούν την επέτειο της 28ης Οκτώβρη, πλασάροντας στο λαό το παραμύθι της λεγόμενης «εθνικής ενότητας» και «ομοψυχίας», που δήθεν υπήρξαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής. Τις προβάλλουν έτσι ως προϋπόθεση για την ευημερία και την προκοπή του λαού, ενώ την ίδια στιγμή συντρίβουν τη ζωή του για λογαριασμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Κρύβουν το γεγονός ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής τσακίσματος του λαού που ακολουθήθηκε σε καιρό ειρήνης, αλλά που στον πόλεμο συνεχίζεται με άλλα, ένοπλα μέσα.
Καμιά εθνική ενότητα δεν υπήρξε λοιπόν στον ιταλοελληνικό πόλεμο. Υπήρξαν ασφαλώς αυταπάτες στις λαϊκές μάζες κυρίως κατά το ξέσπασμα του πολέμου, όχι όμως και πραγματική εθνική ενότητα, γιατί αυτή είναι ανύπαρκτη σε μια ταξική κοινωνία, είτε σε συνθήκες ειρήνης είτε σε εμπόλεμες συνθήκες. Κι αυτό φάνηκε περίτρανα στο τέλος του ιταλοελληνικού πολέμου, κατά τη διάρκεια της κατοχής, αλλά και αργότερα.
Η στάση της αστικής τάξης και μαζί των κατακερματισμένων και σε βαθιά κρίση πολιτικών της δυνάμεων είναι αρκετά διδακτική, για το τι σημαίνει στην πράξη «εθνική ενότητα».
Ενα τμήμα της, οι φυγάδες πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες, διαμόρφωσε κυβερνητικό - κρατικό κέντρο στο εξωτερικό (στην Αίγυπτο) και ο βασιλιάς εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο.
Ενα άλλο τμήμα της (οι δοσίλογοι) συνεργάστηκε με τους κατακτητές. Ενα τρίτο λούφαξε στην Αθήνα, ενώ έπαιρνε και μέρος στην υπονόμευση του λαϊκού αγώνα.
Και, τέλος, ένα τέταρτο οργάνωσε ορισμένη δράση κατά των κατακτητών σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας, ενώ παράλληλα είχε διαύλους συνεργασίας και με τους Γερμανούς, για να χτυπήσει το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ.
Στόχος όλων ήταν η διατήρηση της αστικής εξουσίας μετά τον πόλεμο.
Στις συνθήκες εκείνες που η Ιταλία είχε κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα, το ΚΚΕ διαμόρφωσε θέση για το Β΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο μέσα σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας, με τις δυνάμεις της αστικής κρατικής καταστολής να επιδίδονται σε όργιο διώξεων, βασανισμών και εκτελέσεων, με τις Οργανώσεις λαβωμένες από το αστικό κράτος.
Σε αυτές λοιπόν τις συνθήκες το ΚΚΕ πήρε θέση απέναντι στον πόλεμο με τα τρία ιστορικά γράμματα που έγραψε μέσα από τα μπουντρούμια της Γενικής Ασφάλειας ο Νίκος Ζαχαριάδης, ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος και τις θέσεις που διατύπωσε η λεγόμενη «Παλιά Κεντρική Επιτροπή», η οποία είχε συγκροτηθεί από ελεύθερα μέλη της ΚΕ, αυτούς που είχαν απομείνει εκτός φυλακών.
Το πρώτο γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη γράφτηκε στα τέλη Οκτώβρη αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου, το δεύτερο γράφτηκε στις 26 Νοέμβρη του 1940 και το τρίτο γράμμα γράφτηκε στις 15 Γενάρη του 1941. Οι θέσεις που εκφράστηκαν σε αυτά τα τρία γράμματα αναφορικά με το χαρακτήρα του πολέμου και επομένως με την αρμόζουσα στάση που έπρεπε να κρατήσουν οι κομμουνιστές είχαν αντιφάσεις. Γεγονός που αντανακλούσε τις συνολικές αντιφάσεις που χαρακτήριζαν τις αποφάσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τον χαρακτήρα του πολέμου και τη στάση των κομμουνιστών τα προηγούμενα χρόνια. Αυτές οι αντιφάσεις εξέφραζαν βασικά τη στρατηγική αδυναμία του κομμουνιστικού κινήματος να συνδέσει την πάλη ενάντια στην εισβολή και κατοχή με την πάλη για να δώσει μια για πάντα ο λαός τέλος στο σύστημα που γεννά τον πόλεμο και την ιμπεριαλιστική ειρήνη με το πιστόλι στον κρόταφο.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, το μήνυμα του φυλακισμένου ηγέτη του ΚΚΕ, από το πρώτο γράμμα του, έδωσε τον προσανατολισμό ώστε το ΚΚΕ να αναλάβει να σηκώσει το τιμητικό βάρος του αγώνα ενάντια στην εισβολή και στη συνέχεια ενάντια στην κατοχή. Με τις ελάχιστες δυνάμεις του και πληγωμένο από το μένος της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας εναντίον του, αποδύθηκε σ' έναν τιτάνιο αγώνα, στον οποίο έδωσε το αίμα του και την ψυχή του.
Η λαϊκή εποποιία του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, του ηρωικού Δεκέμβρη του 1944, του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας αποτελεί μια δεκαετία δράσης που προσφέρει πολύτιμα διδάγματα για τη σύγχρονη επαναστατική πάλη. Το ΚΚΕ έχει μελετήσει διεξοδικά αυτήν τη φλογερή του πορεία και έχει καταλήξει σε συμπεράσματα, τα οποία το εξοπλίζουν με το σύγχρονο Πρόγραμμά του, ώστε οι μάχες του σήμερα και του αύριο να στεφθούν με επιτυχία, να έχουν έπαθλο την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.