Για να δούμε πιο καθαρά το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών, θα πρέπει να γυρίσουμε λίγα χρόνια πίσω.
Στις εκλογές του 2012, όταν για κάποιο λόγο ορισμένοι έβλεπαν στην
άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ μια άνθηση της Αριστεράς στον τόπο, παρέλειπαν να
αθροίσουν τα ποσοστά των Δεξιών κομμάτων και έτσι έχαναν από το οπτικό
τους πεδίο την άνοδο του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου.
Σήμερα, κάποιοι βλέπουν την δεύτερη συνεχόμενη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ως μια
νίκη του Τσίπρα, και διστάζουν ακόμα και να βάλουν τη λέξη Αριστερά
δίπλα στο όνομα του πρώτου κόμματος.
Το 2012 μέσω της πολυδιάσπασης της δεξιάς πολυκατοικίας είχαμε την
ανόρθωση της Δεξιάς. Σηματοδότησε άλλωστε μια εποχή στην οποία κεντρικά
ιδεολογήματα της δεξιάς έγιναν κυρίαρχα στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Μπήκε για τα καλά στη ζωή μας η λέξη «λαθρομετανάστευση», σχηματίστηκαν
ομάδες καταστολής, η ανταγωνιστικότητα και η ελευθερία της οικονομίας
έγιναν ταμπού και ως άλλη ξύλινη γλώσσα εκφράζονται πια από όλα τα
κόμματα πλην Λακεδαιμονίων. Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας
σε συνδυασμό με τις «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» δηλαδή με την συνέχιση
της επίθεσης του κεφαλαίου πάνω στην εργασία, έγινε φετίχ και εκτός από
τα αστικά κόμματα διάβρωσε και τις συνειδήσεις της μεγάλης μάζας των
εργαζομένων.
Το 2015 με τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις και το δημοψήφισμα έγινε η
επικύρωση της αναστύλωσης του άλλου πόλου, του λεγόμενου
σοσιαλδημοκρατικού, και πάλι μέσω της διάσπασής του.
Από τη μία ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος έχει πια στραφεί σε πλήρως ΠΑΣΟΚική
ρότα. Ο μεν προεδρός του όχι απλά θυμίζει Ανδρέα, αλλά αν συνεχίσει έτσι
θα τον ξεπεράσε,ι και από την άλλη ο όλος ΣΥΡΙΖΑ υιοθετεί μια
εκσυγχρονιστικού πασοκικού τύπου ρητορική. Για να εξηγήσει κανείς την
επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να την συγκρίνει με εκείνη του ΠΑΣΟΚ. Το
ΠΑΣΟΚ, από το 1980 μέχρι το 2009 εδραιώθηκε ως το πρώτο κόμμα σε λαϊκή
απήχηση και κυρίως σε ικανότητα εξυπηρέτησης των συμφερόντων της αστικής
τάξης ακριβώς γιατί είχε την δυνατότητα να προσαρμόζεται πιο εύκολα και
πιο γρήγορα από τη ΝΔ στις εκάστοτε ιστορικές απαιτήσεις. Μπορούσε να
είναι φιλολαϊκό με τον Τσοβόλα να τα δίνει όλα, να προχωρά σε φιλολαϊκές
πολιτικές με μια κάποια αναδιανομή εισοδήματος προς τα χαμηλότερα λαϊκά
στρώματα, αλλά και να οδηγεί τον συρμό του εκσυγχρονισμού, να μπαίνει
στην εποχή του ευρώ και της ανοιχτής οικονομίας, να υπόσχεται πως
υπάρχουν λεφτά. Μπορούσε, έχοντας επενδύσει στην φιλολαϊκή, λαϊκίστικη
και δημαγωγική του ιστορία αλλά και τη διείσδυση σε εργατικά συνδικάτα
και άλλους φορείς, να περνάει και τα πιο αντιλαϊκά μέτρα χωρίς μεγάλες
αντιδράσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί ακριβώς το ίδιο μονοπάτι. Έχοντας τα
διαπιστευτήρια ενός κόμματος που προέρχεται από την Αριστερά μπορεί να
προβάλλεται ως φιλολαϊκό και δημοκρατικό κόμμα, που όποτε χρειάζεται
–όπως στις εκλογές του Σεπτέμβρη- θα παίζει το χαρτί του νέου. Έχει τον
ηγέτη που αγαπάει και εμπιστεύεται ο λαός που θέλησε «να του δώσει μια
ευκαιρία του παιδιού» και παράλληλα την ικανότητα να είναι όσο
τεχνοκράτης χρειάζεται ώστε να μπορεί να μιλάει με διπλή γλώσσα. Να
τραγουδάει το bella ciao και ταυτόχρονα να συναγελάζεται με τους
εκπροσώπους των πιο μαύρων, αντιδραστικών καπιταλιστικών φορέων.
Αν συνυπολογίσουμε ότι ζούμε στην εποχή που η πολιτική γίνεται με
όρους συναισθήματος και όχι λογικής, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί
ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε εύκολα αυτές τις εκλογές. Σε κάποια άλλη περίπτωση, αν
δηλαδή κάποιος ψήφιζε με ψυχρή λογική, δεν θα επιβράβευε ένα κόμμα που
σε μόλις 7 μήνες πήρε πίσω όλες τις δεσμεύσεις του και περηφανεύεται πως
οδήγησε την χώρα εκεί όπου υποτίθεται δεν θα την πήγαινε ποτέ, δηλαδή
στη συνέχιση της ίδιας πολιτικής με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου.
Από την άλλη, αθροίζοντας τα ποσοστά ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ και Ποτάμι,
αλλά και Ένωσης Κεντρώων, που με κάποιο τρόπο (αυτο)τοποθετούνται στον
πολιτικό χώρο της σοσιαλδημοκρατίας παρατηρεί κανείς ότι υπάρχει ανάταση
του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Αυτή η ανάταση έρχεται μάλλον να
απαντήσει στην προ τριετίας δυναμική άνοδο της Δεξιάς, ώστε να έχουμε
και πάλι δύο ισχυρότατους πόλους, ο καθένας από τους οποίους θα
συντίθεται από διαφορετικά κόμματα με –εξαιρώντας την Χρυσή Αυγή-
ελάχιστες διαφορές μεταξύ τους.
Ουσιαστική πολιτική διαφορά μεταξύ τους δεν υπάρχει. Άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ
δεν καλούσε το λαό να τον ψηφίσει για το διαφορετικό του πρόγραμμα ή
για τις διαφορετικές του ιδέες, αλλά για να διώξει το παλιό και να
επιλέξει πρωθυπουργό.
Συνεπώς, αν οι εκλογές αυτές έχουν ένα συμπέρασμα, αυτό είναι ότι το
προσωρινό ξεχαρβάλωμα του αστικού πολιτικού κόσμου που εμφανίστηκε ως
φαινόμενο μαζί με τα μνημόνια έχει πια ξεπεραστεί. Η αστική τάξη έλυσε
τα προβλήματα πολιτικής της εκπροσώπησης, δημιουργώντας και ενισχύοντας
τους δύο βασικούς πυλώνες της και έχοντας πια τη δυνατότητα, μέσα από τα
πολλά διαφορετικά κόμματα που συγκροτήθηκαν, να εναλλάσει συνθέσεις
κυβερνήσεων όταν απαιτείται από τις συνθήκες.
Οι συσχετισμοί στη Βουλή είναι τραγικοί και αποτυπώνουν απλά ότι η
αστική τάξη μας παίζει για πλάκα. Καλό κουράγιο και καλούς αγώνες να
έχουμε.